διορθεύω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διορθεύω]] (Α) [[ορθεύω]]<br />[[κρίνω]] [[ορθά]].
|mltxt=[[διορθεύω]] (Α) [[ορθεύω]]<br />[[κρίνω]] [[ορθά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διορθεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κρίνω]] σωστά, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διορθεύω Medium diacritics: διορθεύω Low diacritics: διορθεύω Capitals: ΔΙΟΡΘΕΥΩ
Transliteration A: diortheúō Transliteration B: diortheuō Transliteration C: diortheyo Beta Code: diorqeu/w

English (LSJ)

= sq., only in E.Supp.417 μὴ διορθεύων λόγους not

   A judging rightly of words.

Greek (Liddell-Scott)

διορθεύω: τῷ ἑπομ., ἀπαντᾷ μόνον ἐν Εὐρ. Ἱκέτ. 417, μὴ διορθεύων λόγους, μὴ κρίνων ὀρθῶς περὶ λόγων· ἴδε Matthia ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

c. διορθόω.

Spanish (DGE)

dirigir correctamente fig. πῶς ἂν μὴ διορθεύων λόγους ὀρθῶς δύναιτ' ἂν δῆμος εὐθύνειν πόλιν; E.Supp.417.

Greek Monolingual

διορθεύω (Α) ορθεύω
κρίνω ορθά.

Greek Monotonic

διορθεύω: μέλ. -σω, κρίνω σωστά, σε Ευρ.