δυσπόνητος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσπόνητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί πόνο ή κόπο<br /><b>2.</b> αυτός που αποκτάται με κόπο.
|mltxt=[[δυσπόνητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί πόνο ή κόπο<br /><b>2.</b> αυτός που αποκτάται με κόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσπόνητος:''' -ον ([[πονέω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που επιφέρει πόνο και μόχθο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[επίπονος]], [[κουραστικός]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπόνητος Medium diacritics: δυσπόνητος Low diacritics: δυσπόνητος Capitals: ΔΥΣΠΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: dyspónētos Transliteration B: dysponētos Transliteration C: dysponitos Beta Code: duspo/nhtos

English (LSJ)

ον,

   A bringing toil and trouble, δαίμων A.Pers.515; δυσπόνητον ἕξετ' ἀμφ' ἐμοὶ τροφήν laborious, S.OC1614.

German (Pape)

[Seite 687] schwer zu erarbeiten, zu erwerben, τροφή Soph. O. C. 610. – Aber δαίμων, ein Mühsal dringender, Aesch. Pers. 507.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπόνητος: -ον, ἐπιφέρων κόπον, δαίμων Αἰσχύλ. Πέρσ. 515· δυσπόνητον ἕξετ' ἀμφ' ἐμοί τροφήν, μετὰ πόνου ποριζομένην, Σοφ. Ο. Κ. 1614.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui coûte de la peine, laborieux;
2 qui cause du mal, funeste.
Étymologie: δυσ-, πονέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 funesto, portador de desgracias, que acarrea sufrimientos dolorosos, δαίμων A.Pers.515.
2 que causa tristeza y esfuerzo, penoso κοὐκέτι τὴν δυσπόνητον ἕξετ' ἀμφ' ἐμοὶ τροφήν y ya no tendréis la penosa tarea de alimentarme S.OC 1614.

Greek Monolingual

δυσπόνητος, -ον (Α)
1. αυτός που προκαλεί πόνο ή κόπο
2. αυτός που αποκτάται με κόπο.

Greek Monotonic

δυσπόνητος: -ον (πονέω),
1. αυτός που επιφέρει πόνο και μόχθο, σε Αισχύλ.
2. επίπονος, κουραστικός, σε Σοφ.