δύσμοιρος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δύσμοιρος]]<br />Α και [[δύσμορος]])<br />[[δύστυχος]], [[κακότυχος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[δύσμοιρος]]<br />Α και [[δύσμορος]])<br />[[δύστυχος]], [[κακότυχος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δύσμοιρος:''' -ον ([[μοῖρα]]), = [[δύσμορος]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσμοιρος Medium diacritics: δύσμοιρος Low diacritics: δύσμοιρος Capitals: ΔΥΣΜΟΙΡΟΣ
Transliteration A: dýsmoiros Transliteration B: dysmoiros Transliteration C: dysmoiros Beta Code: du/smoiros

English (LSJ)

ον, (μοῖρα)

   A = δύσμορος, S.OC327.

German (Pape)

[Seite 684] = δύσμορος , Soph. O. C. 528, nach 1 cod. u. Metrum.

Greek (Liddell-Scott)

δύσμοιρος: -ον, (μοῖρα) = δύσμορος, Σοφ. Ο. Κ. 327.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
infortuné.
Étymologie: δυσ-, μοῖρα.

Spanish (DGE)

-ον
infortunado, de aciago destino de pers. o ref. pers., de Edipo, S.OC 327, οὔτε με τὸν δύσμοιρον ἐς ᾌδος ἤγαγε νοῦσος IKyzikos 1.522.3 (II/I a.C.), cf. SEG 34.1247 (Miletúpolis II d.C.), τύχη IKPolis 70.1.10 (I d.C.), θάλαμοι AP 9.245 (Antiphan.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δύσμοιρος
Α και δύσμορος)
δύστυχος, κακότυχος.

Greek Monotonic

δύσμοιρος: -ον (μοῖρα), = δύσμορος, σε Σοφ.