δυσφόρητος: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσφόρητος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο δύσκολα υπομένει ή ανέχεται [[κανείς]].
|mltxt=[[δυσφόρητος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο δύσκολα υπομένει ή ανέχεται [[κανείς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσφόρητος:''' -ον, αυτός που δύσκολα υποφέρεται, [[ανυπόφορος]], [[αβίωτος]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσφόρητος Medium diacritics: δυσφόρητος Low diacritics: δυσφόρητος Capitals: ΔΥΣΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: dysphórētos Transliteration B: dysphorētos Transliteration C: dysforitos Beta Code: dusfo/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to be borne, Hsch.; f. l. for διαφόρητος, E.Cyc.344.

German (Pape)

[Seite 690] schwer zu ertragen; σάρξ Eur. Cycl. 343, d. i. schwer zu verdauen, Herm. lies't διαφόρητος, zerrissen. – Adv., δυσφορήτως ἔχω, = δυσφορῶ, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

δυσφόρητος: -ον, δυσκόλως ὑποφερόμενος, δύσοιστος Εὐρ. Κύκλ. 344· ὁ Σκαλ. διαφόρητον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσφορέω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1sent. fís. estancado, que no puede fluir de la sangre cuando se forma un trombo, Gal.16.160.
2 insoportable, insufrible, maldito ζέσας σὴν σάρκα δυσφόρητον hirviendo tu maldita carne E.Cyc.344 (cód.), cf. Hsch., δυσφορητότερον εἶναι τοῦ παρ' ἐχθρῶν πολέμου τὰς τῶν οἰκείων ἐπαναστάσεις Eus.M.23.344A, δυσφόρητον ... ἐστιν ἀνθρώπῳ τὸ ἐλέγχεσθαι Cyr.Al.Luc.1.153, ἁμαρτία Cyr.Al.Ep. en ACO 1.1.4.15, δυσφημία Cyr.Al.M.69.181B, ἡ ... σοδομουμένη ψυχή Nil.M.79.424B.
II adv. -ως aguantando mal, con dificultad Cyr.Al.M.70.48D.

Greek Monolingual

δυσφόρητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα υπομένει ή ανέχεται κανείς.

Greek Monotonic

δυσφόρητος: -ον, αυτός που δύσκολα υποφέρεται, ανυπόφορος, αβίωτος, σε Ευρ.