ἐθελοντήρ: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(10) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>βλ.</b> [[εθελοντής]]. | |mltxt=ο<br /><b>βλ.</b> [[εθελοντής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐθελοντήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἐθέλω]]), αυτός που προσφέρεται εκούσια να κάνει [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A volunteer, Od.2.292.
German (Pape)
[Seite 718] ῆρος, ὁ, der Freiwillige, Od. 2, 292.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελοντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἑκουσίως προσφερόμενος νὰ πράξῃ τι, Ὀδ. Β. 292· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
qui agit volontairement ou volontiers, empressé.
Étymologie: ἐθέλω.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-ῆρος voluntario, Od.2.292.
Greek Monolingual
ο
βλ. εθελοντής.
Greek Monotonic
ἐθελοντήρ: -ῆρος, ὁ (ἐθέλω), αυτός που προσφέρεται εκούσια να κάνει κάτι, σε Ομήρ. Οδ.