ἐπεμβάτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπεμβάτης]] και [[ἐπεμβατήρ]], ο (Α) [[επεμβαίνω]]<br /><b>1.</b> [[αναβάτης]] («ἵππων... ἐπεμβάτας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ιππέας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐπεμβάται ἴχνεσι κούφοις» — αυτοί που πατούν ανάλαφρα.
|mltxt=[[ἐπεμβάτης]] και [[ἐπεμβατήρ]], ο (Α) [[επεμβαίνω]]<br /><b>1.</b> [[αναβάτης]] («ἵππων... ἐπεμβάτας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ιππέας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐπεμβάται ἴχνεσι κούφοις» — αυτοί που πατούν ανάλαφρα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεμβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ, [[αναβάτης]], με γεν., σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:59, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεμβάτης Medium diacritics: ἐπεμβάτης Low diacritics: επεμβάτης Capitals: ΕΠΕΜΒΑΤΗΣ
Transliteration A: epembátēs Transliteration B: epembatēs Transliteration C: epemvatis Beta Code: e)pemba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,

   A one mounted, ἵππων ἐπεμβάται E.Ba.782: abs., horseman, Anacr.75.6; also ἁρμάτων ἐ. E.Supp.585: abs., ib.685.    II one who walks on or in, ἐπεμβάται ἴχνεσι κούφοις Orph.H.31.3.

German (Pape)

[Seite 915] ὁ, der Besteiger, ἁρμάτων Eur. Suppl. 585, ἵππων Bacch. 782, ἔνθ' ἅρματ' ἠγωνίζεθ' οἵ τ' ἐπεμβάται Suppl. 865; ἴχνεσι κουφοῖς, mit leichtem Tritt einhergehend, Orph. H. 30, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεμβάτης: ᾰ, ου, ὁ ἀναβάτης, ἵππων ἐπεμβάται Εὐρ. Βάκχ. 782· καὶ ἀπολ., ἱππεὺς Ἀνακρ. 75: ― ὡσαύτως, ἁρμάτων ἐπεμβάτης Εὐρ. Ἱκ. 585· καὶ ἀπολ., αὐτόθι 685. ΙΙ. ἐπεμβάται ἴχνεσι κούφοις, οἱ βαίνοντες κούφοις βήμασι, Ὀρφ. Ὕμν. 31. 3.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui est monté sur, gén..
Étymologie: ἐπεμβαίνω.

Greek Monolingual

ἐπεμβάτης και ἐπεμβατήρ, ο (Α) επεμβαίνω
1. αναβάτης («ἵππων... ἐπεμβάτας», Ευρ.)
2. ιππέας
3. φρ. «ἐπεμβάται ἴχνεσι κούφοις» — αυτοί που πατούν ανάλαφρα.

Greek Monotonic

ἐπεμβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, αναβάτης, με γεν., σε Ευρ.