επιτιμώ: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(14) |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἐπιτιμῶ, -άω, ιων. τ. [[ἐπιτιμέω]]) [[τιμώ]] [[επιπλήττω]], [[κατακρίνω]], [[ελέγχω]], [[κατηγορώ]], [[μαλώνω]] («τον επιτίμησε για την αμέλειά του»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[επιβάλλω]] [[ποινή]], [[τιμωρώ]] ( | |mltxt=(AM ἐπιτιμῶ, -άω, ιων. τ. [[ἐπιτιμέω]]) [[τιμώ]] [[επιπλήττω]], [[κατακρίνω]], [[ελέγχω]], [[κατηγορώ]], [[μαλώνω]] («τον επιτίμησε για την αμέλειά του»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[επιβάλλω]] [[ποινή]], [[τιμωρώ]] («τοῖς μέν ἐξάρνοις ἐπετιμήσατε», Αισχίν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ορίζω]] την [[τιμή]], [[εκτιμώ]]<br /><b>2.</b> [[σέβομαι]], [[τιμώ]], [[εκτιμώ]]<br />(«τον άδελφεόν... ἐπιτιμέων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αυξάνω]] την [[τιμή]] ενός εμπορεύματος, [[ακριβαίνω]], [[υπερτιμώ]]<br /><b>4.</b> (για δικαστές) [[αναγνωρίζω]] ή [[επιβεβαιώνω]] και [[πάλι]] [[ποινή]] που επιβλήθηκε σε κάποιον. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:25, 28 March 2021
Greek Monolingual
(AM ἐπιτιμῶ, -άω, ιων. τ. ἐπιτιμέω) τιμώ επιπλήττω, κατακρίνω, ελέγχω, κατηγορώ, μαλώνω («τον επιτίμησε για την αμέλειά του»)
αρχ.-μσν.
επιβάλλω ποινή, τιμωρώ («τοῖς μέν ἐξάρνοις ἐπετιμήσατε», Αισχίν.)
αρχ.
1. ορίζω την τιμή, εκτιμώ
2. σέβομαι, τιμώ, εκτιμώ
(«τον άδελφεόν... ἐπιτιμέων», Ηρόδ.)
3. αυξάνω την τιμή ενός εμπορεύματος, ακριβαίνω, υπερτιμώ
4. (για δικαστές) αναγνωρίζω ή επιβεβαιώνω και πάλι ποινή που επιβλήθηκε σε κάποιον.