ἐτεῇ: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
(14)
(2)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐτεῇ]] (Α) [[ετεός]]<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[ετεός]].
|mltxt=[[ἐτεῇ]] (Α) [[ετεός]]<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[ετεός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐτεῇ:''' adv. на самом деле, действительно Democr. ap. Sext.
}}
}}

Revision as of 06:00, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1047] (dat. tem. von ἐτεός), in der That, in der Wahrheit, Democrit. bei Sext. Emp. pyrrh. 1, 214 adv. log. 1, 136, wo auch ἐτεῆς steht.

Greek (Liddell-Scott)

ἐτεῇ: ἐπίρρ. τοῦ ἐτεός, πράγματι, ἀληθῶς, Δημόκρ. παρὰ Γαλην. 3. σ. 2· πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 214, Διογ. Λ. 9.72. - Ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 1179, ἀντὶ τῆς ἐν Ἀντιγράφῳ γραφῆς (Ζεὺς αἰτεῖ τὰ ἕκαστ’, ἐπιδέρκεται) τινὲς ἀναγινώσκουσιν: ἐτεῇ (ἔτι που Ἕρμαννος, ἀτενὲς Merkel, ἐτεὸν Meineke, αὐτὸς Κῶδ. Βατ. κ. Παρισ.)

Greek Monolingual

ἐτεῇ (Α) ετεός
επίρρ. βλ. ετεός.

Russian (Dvoretsky)

ἐτεῇ: adv. на самом деле, действительно Democr. ap. Sext.