ἑτοιμασία: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(14) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[ἑτοιμασία]]) [[ετοιμάζω]]<br />[[προπαρασκευή]], [[προεργασία]], [[προετοιμασία]] («οι ετοιμασίες για τον χορό ήταν μεγάλες»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ετοιμότητα]], [[προθυμία]], [[διάθεση]] (α. «πρὸς ὑπουργίας ἑτοιμασίης», Ιπποκρ.<br />β. «ἡ πρὸς τὸ κρεῑττον [[ἑτοιμασία]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> [[εξοπλισμός]], [[εφοδιασμός]], πολεμική [[προετοιμασία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἑτοιμασία]] θρόνου» — το θεμέλιωμα, το [[στερέωμα]] του θρόνου. | |mltxt=η (ΑΜ [[ἑτοιμασία]]) [[ετοιμάζω]]<br />[[προπαρασκευή]], [[προεργασία]], [[προετοιμασία]] («οι ετοιμασίες για τον χορό ήταν μεγάλες»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ετοιμότητα]], [[προθυμία]], [[διάθεση]] (α. «πρὸς ὑπουργίας ἑτοιμασίης», Ιπποκρ.<br />β. «ἡ πρὸς τὸ κρεῑττον [[ἑτοιμασία]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> [[εξοπλισμός]], [[εφοδιασμός]], πολεμική [[προετοιμασία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἑτοιμασία]] θρόνου» — το θεμέλιωμα, το [[στερέωμα]] του θρόνου. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑτοιμᾰσία:''' ἡ готовность: ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ NT приготовившись в путь (досл. обувши ноги готовностью). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A readiness, πρὸς τὰς ὑπουργίας Hp. Decent.12; εἰς ἑ. ὑμῶν παρέχειν to place at your disposal, J.AJ 10.1.2. II preparation, ἀρμένων Aen.Tact.21.1, cf. LXX Ps.9.38 (10.17); τροφῆς ib.Wi.13.12; equipment, ἐν -ασίᾳ εὐαγγελίου Ep.Eph. 6.15.
German (Pape)
[Seite 1052] ἡ, Bereitwilligkeit, Sp. – Befestigung, Sicherung, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμᾰσία: ἡ, - ἑτοιμότης, πρός τι Ἱππ. 24. 47· εἰς ἑτ. ὑμῶν παρέχω, θέτω εἰς τὴν διάθεσίν σας, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 10. 1, 2. ΙΙ. παρασκευή, ἑτοιμασία ὡς νῦν, Ἑβδ. (Ψαλμ. Θ΄, 41, κ. ἀλλ.), Ἐκκλ.
English (Strong)
from ἑτοιμάζω; preparation: preparation.
English (Thayer)
ἑτοιμασίας, ἡ (ἑτοιμάζω), cf. θαυμάσια, εἰκασία, ἐργασία);
1. the act of preparing: τῆς τροφῆς, τῶν κλιναρίων, Artemidorus Daldianus, oneir. 2,57.
2. equivalent to ἑτοιμότης, the condition of a person or thing so far forth as prepared, preparedness, readiness: Hipp., p. 24 (i. 74, Kühn edition); Josephus, Antiquities 10,1, 2; readiness of mind (German Bereitwilligkeit), τῆς καρδίας, ἐν ἑτοιμασία τοῦ εὐαγγελίου, with the promptitude and alacrity which the gospel produces, Ephesians 6:15.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἑτοιμασία) ετοιμάζω
προπαρασκευή, προεργασία, προετοιμασία («οι ετοιμασίες για τον χορό ήταν μεγάλες»)
αρχ.-μσν.
1. ετοιμότητα, προθυμία, διάθεση (α. «πρὸς ὑπουργίας ἑτοιμασίης», Ιπποκρ.
β. «ἡ πρὸς τὸ κρεῑττον ἑτοιμασία», Γρηγ. Νύσσ.)
2. εξοπλισμός, εφοδιασμός, πολεμική προετοιμασία
3. φρ. «ἑτοιμασία θρόνου» — το θεμέλιωμα, το στερέωμα του θρόνου.
Russian (Dvoretsky)
ἑτοιμᾰσία: ἡ готовность: ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ NT приготовившись в путь (досл. обувши ноги готовностью).