εύκριτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
(15)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔκριτος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που κρίνεται δίκαια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να κρίνει εύκολα, να αποφανθεί εύκολα («οὐκ εὔκριτον τὸ κρῑμα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο διακρίνει [[κάποιος]] εύκολα, ο [[ολοφάνερος]] («εὔκριτόν ἐστιν ὅτι...» — [[είναι]] ολοφάνερο ότι..., <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να διαγνώσει [[κάποιος]] εύκολα («εὔκριτον [[νόσημα]]», Ιπποκρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐκρίτως</i> (Α)<br />ευδιακρίτως, με τρόπο ευκολοδιάκριτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κριτός]] <span style="color: red;"><</span> [[κρίνω]].
|mltxt=[[εὔκριτος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που κρίνεται δίκαια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να κρίνει εύκολα, να αποφανθεί εύκολα («οὐκ εὔκριτον τὸ κρῖμα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο διακρίνει [[κάποιος]] εύκολα, ο [[ολοφάνερος]] («εὔκριτόν ἐστιν ὅτι...» — [[είναι]] ολοφάνερο ότι..., <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να διαγνώσει [[κάποιος]] εύκολα («εὔκριτον [[νόσημα]]», Ιπποκρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐκρίτως</i> (Α)<br />ευδιακρίτως, με τρόπο ευκολοδιάκριτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κριτός]] <span style="color: red;"><</span> [[κρίνω]].
}}
}}

Latest revision as of 14:29, 6 February 2024

Greek Monolingual

εὔκριτος, -ον (ΑΜ)
μσν.
αυτός που κρίνεται δίκαια
αρχ.
1. αυτός για τον οποίο μπορεί κάποιος να κρίνει εύκολα, να αποφανθεί εύκολα («οὐκ εὔκριτον τὸ κρῖμα», Αισχύλ.)
2. αυτός τον οποίο διακρίνει κάποιος εύκολα, ο ολοφάνερος («εὔκριτόν ἐστιν ὅτι...» — είναι ολοφάνερο ότι..., Πλάτ.)
3. ιατρ. αυτός τον οποίο μπορεί να διαγνώσει κάποιος εύκολα («εὔκριτον νόσημα», Ιπποκρ.).
επίρρ...
εὐκρίτως (Α)
ευδιακρίτως, με τρόπο ευκολοδιάκριτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κριτός < κρίνω.