ευνοώ: Difference between revisions
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
(15) |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α εὐνοῶ, -έω) [[εύνους]]<br />[[δείχνω]] σε κάποιον την εύνοιά μου, τη φιλική μου [[διάθεση]], [[είμαι]] διατεθειμένος ευνοϊκά [[απέναντι]] σε κάποιον, τον [[συμπαθώ]] (α. «οὐκ εὐνοέει | |mltxt=(Α εὐνοῶ, -έω) [[εύνους]]<br />[[δείχνω]] σε κάποιον την εύνοιά μου, τη φιλική μου [[διάθεση]], [[είμαι]] διατεθειμένος ευνοϊκά [[απέναντι]] σε κάποιον, τον [[συμπαθώ]] (α. «οὐκ εὐνοέει τοῖς ἐμοῑσι πρήγμασι», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «τον ευνόησε η [[τύχη]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συμβάλλω]] στην [[επιτυχία]] κάποιου σκοπού, [[παρέχω]] πλεονεκτήματα για την [[επιτέλεση]] κάποιου σχεδίου («αν μάς ευνοήσει ο [[καιρός]], θα ταξιδέψουμε»)<br /><b>2.</b> [[δείχνω]] την [[προτίμηση]] μου, [[τηρώ]] μεροληπτική [[στάση]] [[απέναντι]] σε κάποιον<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ευνοούμαι</i><br />α) έχω την [[εύνοια]] κάποιου<br />β) ωφελούμαι από τα πλεονεκτήματα, τους ευνοϊκούς όρους κάποιου ευεργετήματος<br />γ) <b>φρ.</b> <b>διεθν. δίκ.</b> «[[ρήτρα]] του [[μάλλον]] ευνοουμένου κράτους» — η [[υποχρέωση]] που αναλαμβάνει με [[σύμβαση]] ένα [[κράτος]] [[απέναντι]] σε κάποιο [[άλλο]] να παρέχει σ' αυτό τα μεγαλύτερα εμπορικά πλεονεκτήματα τα οποία έχει παραχωρήσει ή θα παραχωρήσει [[ενδεχομένως]] σε τρίτο [[κράτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> α) [[απολαμβάνω]] την [[εύνοια]] κάποιου ωφελούμαι από τις περιποιήσεις κάποιου («ὑπὸ γυναικῶν εὐνοεῑσθαι», Βέττ. Βάλ.)<br />β. αγαπιέμαι («εὐνοεῑσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν», Ηφαιστ. Αστρ.)<br /><b>2.</b> (για αντιδίκους) συμβιβάζομαι, συμφιλιώνομαι («[[ἴσθι]] εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου [[ταχύ]]», ΚΔ). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 25 March 2021
Greek Monolingual
(Α εὐνοῶ, -έω) εύνους
δείχνω σε κάποιον την εύνοιά μου, τη φιλική μου διάθεση, είμαι διατεθειμένος ευνοϊκά απέναντι σε κάποιον, τον συμπαθώ (α. «οὐκ εὐνοέει τοῖς ἐμοῑσι πρήγμασι», Ηρόδ.
β. «τον ευνόησε η τύχη»)
νεοελλ.
1. συμβάλλω στην επιτυχία κάποιου σκοπού, παρέχω πλεονεκτήματα για την επιτέλεση κάποιου σχεδίου («αν μάς ευνοήσει ο καιρός, θα ταξιδέψουμε»)
2. δείχνω την προτίμηση μου, τηρώ μεροληπτική στάση απέναντι σε κάποιον
3. παθ. ευνοούμαι
α) έχω την εύνοια κάποιου
β) ωφελούμαι από τα πλεονεκτήματα, τους ευνοϊκούς όρους κάποιου ευεργετήματος
γ) φρ. διεθν. δίκ. «ρήτρα του μάλλον ευνοουμένου κράτους» — η υποχρέωση που αναλαμβάνει με σύμβαση ένα κράτος απέναντι σε κάποιο άλλο να παρέχει σ' αυτό τα μεγαλύτερα εμπορικά πλεονεκτήματα τα οποία έχει παραχωρήσει ή θα παραχωρήσει ενδεχομένως σε τρίτο κράτος
αρχ.
1. παθ. α) απολαμβάνω την εύνοια κάποιου ωφελούμαι από τις περιποιήσεις κάποιου («ὑπὸ γυναικῶν εὐνοεῑσθαι», Βέττ. Βάλ.)
β. αγαπιέμαι («εὐνοεῑσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν», Ηφαιστ. Αστρ.)
2. (για αντιδίκους) συμβιβάζομαι, συμφιλιώνομαι («ἴσθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου ταχύ», ΚΔ).