ευπειθής: Difference between revisions
From LSJ
(15) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐπειθής]], -ές, Α και [[εὐπιθής]])<br />αυτός που πείθεται, που υπακούει [[πρόθυμα]], ο [[πειθήνιος]], ο [[πειθαρχικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το υπερθ. στο [[τέλος]] αιτήσεως ή αναφοράς σε [[δημόσια]] ή προϊστάμενη [[αρχή]], [[πριν]] από την [[υπογραφή]]<br /><i>ευπειθέστατος</i>, -<i>η</i><br />με [[μεγάλη]] [[προθυμία]], με [[υπακοή]], με σεβασμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φωνή]]) [[ευλύγιστος]]<br /><b>2.</b> (για [[τροφή]]) [[εύπεπτος]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα) [[εύχρηστος]]<br /><b>4.</b> αυτός που πείθει εύκολα, ο [[πειστικός]]<br /><b>5.</b> (για χαλινό) αυτός που εύκολα καθιστά το [[άλογο]] πειθήνιο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευπειθώς</i> (ΑΜ εὐπειθῶς)<br />[[πρόθυμα]], με [[υπακοή]], με σεβασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πειθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πείθω]]), | |mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐπειθής]], -ές, Α και [[εὐπιθής]])<br />αυτός που πείθεται, που υπακούει [[πρόθυμα]], ο [[πειθήνιος]], ο [[πειθαρχικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το υπερθ. στο [[τέλος]] αιτήσεως ή αναφοράς σε [[δημόσια]] ή προϊστάμενη [[αρχή]], [[πριν]] από την [[υπογραφή]]<br /><i>ευπειθέστατος</i>, -<i>η</i><br />με [[μεγάλη]] [[προθυμία]], με [[υπακοή]], με σεβασμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φωνή]]) [[ευλύγιστος]]<br /><b>2.</b> (για [[τροφή]]) [[εύπεπτος]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα) [[εύχρηστος]]<br /><b>4.</b> αυτός που πείθει εύκολα, ο [[πειστικός]]<br /><b>5.</b> (για χαλινό) αυτός που εύκολα καθιστά το [[άλογο]] πειθήνιο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευπειθώς</i> (ΑΜ εὐπειθῶς)<br />[[πρόθυμα]], με [[υπακοή]], με σεβασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πειθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πείθω]]), [[πρβλ]]. <i>βραδυ</i>-<i>πειθής</i>, <i>δυσ</i>-<i>πειθής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐπειθής, -ές, Α και εὐπιθής)
αυτός που πείθεται, που υπακούει πρόθυμα, ο πειθήνιος, ο πειθαρχικός
νεοελλ.
(το υπερθ. στο τέλος αιτήσεως ή αναφοράς σε δημόσια ή προϊστάμενη αρχή, πριν από την υπογραφή
ευπειθέστατος, -η
με μεγάλη προθυμία, με υπακοή, με σεβασμό
αρχ.
1. (για φωνή) ευλύγιστος
2. (για τροφή) εύπεπτος
3. (για πράγματα) εύχρηστος
4. αυτός που πείθει εύκολα, ο πειστικός
5. (για χαλινό) αυτός που εύκολα καθιστά το άλογο πειθήνιο.
επίρρ...
ευπειθώς (ΑΜ εὐπειθῶς)
πρόθυμα, με υπακοή, με σεβασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πειθής (< πείθω), πρβλ. βραδυ-πειθής, δυσ-πειθής].