εὐρύχωρος: Difference between revisions

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375
(15)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐρύχωρος]], -ον)<br />αυτός που έχει ευρύ χώρο, [[μεγάλη]] [[έκταση]], ο [[εκτεταμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός στον οποίο άνετα χωράει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χώρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>απλό</i>-<i>χωρος</i>, <i>στενό</i>-<i>χωρος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐρύχωρος]], -ον)<br />αυτός που έχει ευρύ χώρο, [[μεγάλη]] [[έκταση]], ο [[εκτεταμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός στον οποίο άνετα χωράει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χώρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>απλό</i>-<i>χωρος</i>, <i>στενό</i>-<i>χωρος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐρύχωρος:''' -ον ([[χώρα]]), [[φαρδύς]], [[πλατύς]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 23:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠχωρος Medium diacritics: εὐρύχωρος Low diacritics: ευρύχωρος Capitals: ΕΥΡΥΧΩΡΟΣ
Transliteration A: eurýchōros Transliteration B: eurychōros Transliteration C: evrychoros Beta Code: eu)ru/xwros

English (LSJ)

ον,

   A roomy, wide, Arist.PA675b27; πεδίον D.S.19.84; ναῦς Max. Tyr.1.3; τὰ εὐ. wide spaces, Aen. Tact.2.2, Ph.Bel.92.47.

German (Pape)

[Seite 1096] von weitem Raum od. Umfang, geräumig, πόλις, πεδίον u. ä., Arist. H. A. 10, 5 u. Sp., wie D. Sic. 19, 84; LXX. oft.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρύχωρος: -ον, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 5, 12, Διόδ. 19. 84.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au vaste emplacement, vaste, spacieux.
Étymologie: εὐρύς, χώρα.

English (Strong)

from eurus (wide) and χώρα; spacious: broad.

English (Thayer)

εὐρύχωρον (εὐρύς broad, and χώρα), spacious, broad: Sept.; Aristotle, h. anim. 10,5 (p. 637a, 32); Diodorus 19,84; Josephus, Antiquities 1,18, 2; (8,5, 3; contra Apion 1,18, 2).)

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐρύχωρος, -ον)
αυτός που έχει ευρύ χώρο, μεγάλη έκταση, ο εκτεταμένος
αρχ.
αυτός στον οποίο άνετα χωράει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -χωρος (< χώρος), πρβλ. απλό-χωρος, στενό-χωρος].

Greek Monotonic

εὐρύχωρος: -ον (χώρα), φαρδύς, πλατύς, σε Αριστ.