ζωόνυχον: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(16) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=zoonychon | |Transliteration C=zoonychon | ||
|Beta Code=zwo/nuxon | |Beta Code=zwo/nuxon | ||
|Definition=τό, a name of the plant | |Definition=τό, a name of the plant [[λεοντοπόδιον]], Ps.-Dsc.4.133. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ζῳόνυχον]], το (Α)<br />το ποώδες [[φυτό]] [[λεοντοπόδιο]](ν).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του αμάρτυρου επιθ. <i>ζωόνυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- [II] <span style="color: red;">+</span> <i>όνυξ</i>, γεν. <i>όνυχος</i>). Το [[φυτό]] οφείλει την [[ονομασία]] του [[προφανώς]] στο [[σχήμα]] του (<b>[[πρβλ]].</b> και την [[άλλη]] του [[ονομασία]] [[λεοντοπόδιον]])]. | |mltxt=[[ζῳόνυχον]], το (Α)<br />το ποώδες [[φυτό]] [[λεοντοπόδιο]](ν).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του αμάρτυρου επιθ. <i>ζωόνυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- [II] <span style="color: red;">+</span> <i>όνυξ</i>, γεν. <i>όνυχος</i>). Το [[φυτό]] οφείλει την [[ονομασία]] του [[προφανώς]] στο [[σχήμα]] του (<b>[[πρβλ]].</b> και την [[άλλη]] του [[ονομασία]] [[λεοντοπόδιον]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 8 July 2020
English (LSJ)
τό, a name of the plant λεοντοπόδιον, Ps.-Dsc.4.133.
Greek Monolingual
ζῳόνυχον, το (Α)
το ποώδες φυτό λεοντοπόδιο(ν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του αμάρτυρου επιθ. ζωόνυχος (< ζω(ο)- [II] + όνυξ, γεν. όνυχος). Το φυτό οφείλει την ονομασία του προφανώς στο σχήμα του (πρβλ. και την άλλη του ονομασία λεοντοπόδιον)].