ηδυπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡδυπρόσωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει γλυκιά όψη, ευχάριστο [[πρόσωπο]]. <b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πρόσωπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[πρόσωπος]], <i>δι</i>-[[πρόσωπος]].
|mltxt=[[ἡδυπρόσωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει γλυκιά όψη, ευχάριστο [[πρόσωπο]]. <b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πρόσωπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπον]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-[[πρόσωπος]], <i>δι</i>-[[πρόσωπος]].
}}
}}

Revision as of 09:28, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡδυπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκιά όψη, ευχάριστο πρόσωπο. ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. α-πρόσωπος, δι-πρόσωπος.