ἠλακάτη: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἠλακάτη]] και [[ἠλεκάτη]], Α δωρ. τ. ἠλακάτα και αιολ. τ. [[ἀλακάτα]])<br /><b>1.</b> [[επιμήκης]] [[ράβδος]] στο [[άκρο]] της οποίας προσδένεται η [[τούφα]] του μαλλιού ή του βαμβακιού που πρόκειται να γνεστεί, η [[ρόκα]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ιχθύων που ζουν στις θερμές θάλασσες του Ατλαντικού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που μοιάζει με [[ρόκα]], π.χ. το [[τμήμα]] του καλαμιού ή του σταχιού από το ένα [[εξόγκωμα]] ώς το [[άλλο]], [[καλάμι]], [[καλαμοκάνι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] μηχανήματος με το οποίο ανασύρονταν από τη [[θάλασσα]] δίχτια ή άλλα αντικείμενα, αλλ. όνος<br /><b>3.</b> [[βέλος]] κατασκευασμένο από [[καλάμι]], [[αδράχτι]], [[άτρακτος]]<br /><b>4.</b> το ανώτατο [[τμήμα]] του ιστού, του καταρτιού, [[πάνω]] από το [[θωράκιο]], το οποίο έχει [[διόγκωση]] με [[τρύπα]], απ' όπου διέρχεται η [[υπέρα]] της κεραίας<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ηλακάτη]]<br />[[δόναξ]] ([[καλάμι]])<br />ομοίως και πολυηλάκατα τά τών ποταμών χείλη<br />[[ἔνιοι]] δέ κοινώς τά γόνατα έχοντα, ώς στάχυν, κάλαμον»<br /><b>5.</b> ο [[αστερισμός]] Κόμη της Βερενίκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι προσπάθειες να συνδεθεί η λ. με τα λιθ. <i>lenktuvas</i>, <i>lanktis</i> «[[ανέμη]], [[τυλιγάδι]]» και το άρμ. <i>il</i>, γεν. <i>iloy</i> χωλαίνουν από μορφικής [[κυρίως]] απόψεως. Κατ' άλλους, πρόκειται για [[δάνειο]] μικρασιατικής προέλευσης, [[άποψη]] η οποία προσκρούει στην ύπαρξη μυκηναϊκού τ. <i>a</i>-<i>ra</i>-<i>ka</i>-<i>te</i>-<i>ja</i> «κλώστριες» (;), που αποτελεί [[τεκμήριο]] παλαιότητάς της λ. Αβέβαιη, [[τέλος]], [[είναι]] και η [[σχέση]] της με το [[ηλακατήν]], -<i>ήνος</i> ([[ονομασία]] ψαριού).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ηλάκατα]], [[ηλακάτιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[χρυσηλάκατος]]. | |mltxt=η (AM [[ἠλακάτη]] και [[ἠλεκάτη]], Α δωρ. τ. ἠλακάτα και αιολ. τ. [[ἀλακάτα]])<br /><b>1.</b> [[επιμήκης]] [[ράβδος]] στο [[άκρο]] της οποίας προσδένεται η [[τούφα]] του μαλλιού ή του βαμβακιού που πρόκειται να γνεστεί, η [[ρόκα]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ιχθύων που ζουν στις θερμές θάλασσες του Ατλαντικού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που μοιάζει με [[ρόκα]], π.χ. το [[τμήμα]] του καλαμιού ή του σταχιού από το ένα [[εξόγκωμα]] ώς το [[άλλο]], [[καλάμι]], [[καλαμοκάνι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] μηχανήματος με το οποίο ανασύρονταν από τη [[θάλασσα]] δίχτια ή άλλα αντικείμενα, αλλ. όνος<br /><b>3.</b> [[βέλος]] κατασκευασμένο από [[καλάμι]], [[αδράχτι]], [[άτρακτος]]<br /><b>4.</b> το ανώτατο [[τμήμα]] του ιστού, του καταρτιού, [[πάνω]] από το [[θωράκιο]], το οποίο έχει [[διόγκωση]] με [[τρύπα]], απ' όπου διέρχεται η [[υπέρα]] της κεραίας<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ηλακάτη]]<br />[[δόναξ]] ([[καλάμι]])<br />ομοίως και πολυηλάκατα τά τών ποταμών χείλη<br />[[ἔνιοι]] δέ κοινώς τά γόνατα έχοντα, ώς στάχυν, κάλαμον»<br /><b>5.</b> ο [[αστερισμός]] Κόμη της Βερενίκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι προσπάθειες να συνδεθεί η λ. με τα λιθ. <i>lenktuvas</i>, <i>lanktis</i> «[[ανέμη]], [[τυλιγάδι]]» και το άρμ. <i>il</i>, γεν. <i>iloy</i> χωλαίνουν από μορφικής [[κυρίως]] απόψεως. Κατ' άλλους, πρόκειται για [[δάνειο]] μικρασιατικής προέλευσης, [[άποψη]] η οποία προσκρούει στην ύπαρξη μυκηναϊκού τ. <i>a</i>-<i>ra</i>-<i>ka</i>-<i>te</i>-<i>ja</i> «κλώστριες» (;), που αποτελεί [[τεκμήριο]] παλαιότητάς της λ. Αβέβαιη, [[τέλος]], [[είναι]] και η [[σχέση]] της με το [[ηλακατήν]], -<i>ήνος</i> ([[ονομασία]] ψαριού).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ηλάκατα]], [[ηλακάτιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[χρυσηλάκατος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἠλᾰκάτη:''' [κᾰ], ἡ, Δωρ. ἠλακάτᾱ ή ἀλακάτᾱ, η [[ρόκα]], Λατ. [[colus]]· πάνω στη [[ρόκα]] τοποθετούνταν και τυλιγόταν το [[μαλλί]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ἡ [[ἠλακάτη]] τοῦ ἀτράκτου, το ανώτατο [[μέρος]] του ιστού, το οποίο ήταν φτιαγμένο με τέτοιον τρόπο ώστε να περιστρέφεται, σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 30 December 2018
English (LSJ)
[κᾰ], ἡ (so in Att. Inscrr., IG22.1517.209, but ἠλεκ- SIG2 588.17 (Delos, ii B.C.), AJA17.162 (Cyrene), Sammelb.5873, cf. Hsch.;
A v. ἠλεκάτιον), Dor. ἠλᾰκάτᾱ E.Or.1431 (lyr.), Aeol. ἀλᾰκάτᾱ Theoc.28.1 (ᾱλ- also in χρυσᾱλάκατος, εὐᾱλάκατος, Dor. ἠλ- is dub.):—distaff, Od.4.135, 1.357, Il.6.491, E. l.c., etc.; ἡ ἠ. [τοῦ ἀτράκτου] the stalk of the spindle, Pl.R.616c: metaph., γηραιῇσι . . ἠλακάτῃσι with the fate of old age, IG14.1389i18. II of distaffshaped objects: 1 one joint of a reed or cane, Thphr.HP2.2.1; a reed,= δόναξ, Hsch.; ὥσπερ ἠ., of the pistil of the citron-flower, Thphr.HP1.13.4, cf. 4.4.3. 2 in Compds. (e.g. χρυσηλάκατος), arrow, Hsch. 3 the upper part of the mast, which was made to turn round, A.R.1.565 (v. Sch.), Ath.11.475a. 4 windlass, Sch.Th.7.25 (v.l. ἠλεκ-). 5 the constellation Coma Berenices, Sch.Arat.146.
German (Pape)
[Seite 1159] ἡ (nach Buttmann von ἕλκω, wahrscheinlich mit ἐλαύνω zusammenhangend), – 1) Rocken, Spinnrocken; Od. 1, 337 werden als ἔργα γυναικός genannt ἱστός u. ἠλακάτη, wie Il. 6, 491; vgl. Od. 4, 135 ἠλακάτη τετάνυστο ἰοδνεφὲς εἶρος ἔχουσα; Eur. λίνον ἠλακάτᾳ δακτύλοις ἑλίσσει ν Or. 1431; ἐργάτιν εὐκλώστου νήματος ἠλακάτην Antip. Sid. 22 (VI, 174); mit ἄτρακτος verbunden, Archi. 11 (VI, 39) u. Sp.; aber ἀτράκτου ἠλακάτη ist die Stange der Spindel, Plat. Rep. X, 616 c. – 21 von anderen spindel- oder schaftartigen Dingen, die aus Rohr gemacht, bes. zum Drehen bestimmt sind, – a) die Spindel oder Spille, der oberste sich drehende Theil des Mastbaums, Ath. XI, 475 a; vgl. An. Rh. 1. 565. – b) eine Winde, schwere Netze heraufzuziehen, sonst ὄνος genannt, Schol. Thuc. 7, 25; übh. eine Maschine, die sich umdrehen läßt, Sp. – 3) im Allgemeinen Rohr, Stengel, Halm, auch einzelne Schüsse des Rohrs von einem Knotenzum andern, Theophr., u. ein aus Rohr gemachter Pfeil; Phot. lex. erkl. ἠλακάται, καλάμων ῥαβδία · ἀφ' ὧν καὶ τὰ κῶλα τῶν στα χύων.
Greek (Liddell-Scott)
ἠλᾰκάτη: κᾰ, ἡ, Δωρ. ἠλακκάτᾱ Εὐ., ἀλακάτᾱ Θεόκρ.· (ἴδε ἐν λ. ἄρκυς): -ἠλακάτη, «ῥόκα», Λατ. colus, ἐφ᾿ ἧς τυλίσσεται τὸ ἔριον, Ὀδ. Δ. 135, πρβλ. Α. 357, Ἰλ. Z. 491, Εὐρ., κτλ.· ἡ ἠλ. τοῦ ἀτράκτου, ἡ ῥάβδος, τὸ στέλεχος τοῦ ἀτράκτου, Πλάτ. Πολ. 616C· πρὶν γηραιῇσι μιγήμεναι ἠλακάτῃσιν, πρὶν ἔλθῃ εἰς τὸ γῆρας, Συλλ. Ἐπιγρ. 6280B. 18. ΙΙ. ὡς τὸ ἄτρακτος, ἐπὶ πολλῶν πραγμάτων ἐχόντων τὸ σχῆμα τῆς ἠλακάτης, ὡς: 1) «καλαμοκάννι», τὸ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς γόνατος μέχρι τοῦ ἑτέρου μέρος τοῦ καλάμου, Θεόφρ. Ι. Φ. 2. 2, 1· δόναξ ῾Ησύχ.· πρβλ. πολυηλάκατος. 2) βέλος, ὡς τὸ ἄτρακτος, Ἡσύχ., πρβλ. χρυσηλάκατος. 3) τὸ ἀνώτατον μέρος τοῦ ἱστοῦ, ὅπερ ἦν πεποιημένον οὕτως ὥστε νὰ στρέφηται, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 565 (ἴδε Σχόλ.), Ἀθήν. 475A. 4) μηχανὴ δι᾿ ἧς ἀνεσύροντο ἐκ τῆς θαλλάσσης τὰ δίκτυα ἢ ἄλλα βάρη. ἀλλαχοῦ ὄνος, Σχόλ. Θουκ. 7. 25.·
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
quenouille.
Étymologie: orig. inconnue.
Greek Monolingual
η (AM ἠλακάτη και ἠλεκάτη, Α δωρ. τ. ἠλακάτα και αιολ. τ. ἀλακάτα)
1. επιμήκης ράβδος στο άκρο της οποίας προσδένεται η τούφα του μαλλιού ή του βαμβακιού που πρόκειται να γνεστεί, η ρόκα
2. ζωολ. γένος τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ιχθύων που ζουν στις θερμές θάλασσες του Ατλαντικού
αρχ.
1. καθετί που μοιάζει με ρόκα, π.χ. το τμήμα του καλαμιού ή του σταχιού από το ένα εξόγκωμα ώς το άλλο, καλάμι, καλαμοκάνι
2. είδος μηχανήματος με το οποίο ανασύρονταν από τη θάλασσα δίχτια ή άλλα αντικείμενα, αλλ. όνος
3. βέλος κατασκευασμένο από καλάμι, αδράχτι, άτρακτος
4. το ανώτατο τμήμα του ιστού, του καταρτιού, πάνω από το θωράκιο, το οποίο έχει διόγκωση με τρύπα, απ' όπου διέρχεται η υπέρα της κεραίας
4. (κατά τον Ησύχ.) «ηλακάτη
δόναξ (καλάμι)
ομοίως και πολυηλάκατα τά τών ποταμών χείλη
ἔνιοι δέ κοινώς τά γόνατα έχοντα, ώς στάχυν, κάλαμον»
5. ο αστερισμός Κόμη της Βερενίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι προσπάθειες να συνδεθεί η λ. με τα λιθ. lenktuvas, lanktis «ανέμη, τυλιγάδι» και το άρμ. il, γεν. iloy χωλαίνουν από μορφικής κυρίως απόψεως. Κατ' άλλους, πρόκειται για δάνειο μικρασιατικής προέλευσης, άποψη η οποία προσκρούει στην ύπαρξη μυκηναϊκού τ. a-ra-ka-te-ja «κλώστριες» (;), που αποτελεί τεκμήριο παλαιότητάς της λ. Αβέβαιη, τέλος, είναι και η σχέση της με το ηλακατήν, -ήνος (ονομασία ψαριού).
ΠΑΡ. αρχ. ηλάκατα, ηλακάτιον.
ΣΥΝΘ. αρχ. χρυσηλάκατος.
Greek Monotonic
ἠλᾰκάτη: [κᾰ], ἡ, Δωρ. ἠλακάτᾱ ή ἀλακάτᾱ, η ρόκα, Λατ. colus· πάνω στη ρόκα τοποθετούνταν και τυλιγόταν το μαλλί, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἡ ἠλακάτη τοῦ ἀτράκτου, το ανώτατο μέρος του ιστού, το οποίο ήταν φτιαγμένο με τέτοιον τρόπο ώστε να περιστρέφεται, σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).