ἡμαρτημένως: Difference between revisions
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἡμαρτημένως]])<br /><b>επίρρ.</b> εσφαλμένως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἡμαρτημένως]] ἔχει» — [[είναι]] εσφαλμένο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημαρτημένος</i>, μτχ. παρακμ. του <i>αμαρτάνομαι</i>]. | |mltxt=(AM [[ἡμαρτημένως]])<br /><b>επίρρ.</b> εσφαλμένως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἡμαρτημένως]] ἔχει» — [[είναι]] εσφαλμένο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημαρτημένος</i>, μτχ. παρακμ. του <i>αμαρτάνομαι</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἡμαρτημένως:''' επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του [[ἁμαρτάνω]], εσφαλμένα, λανθασμένα, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 30 December 2018
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of ἁμαρτάνω,
A faultily, ἡγεῖσθαι Pl.Men.88e; ἡ. ἔχειν Id.Lg.670c, Iamb.VP33.233.
German (Pape)
[Seite 1164] adv. zum part. perf. pass. von ἁμαρτάνω, verfehlt, irrig, fälschlich; ἡγεῖσθαι Plat. Men. 88 e; ἔχειν Legg. II, 670 c; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμαρτημένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ ἁμαρτάνω, ἐσφαλμένως, ἡγεῖσθαι Πλάτ. Μένωνι 88Ε· ἡμ. ἔχειν ὁ αὐτ. Νόμ. 670D.
French (Bailly abrégé)
adv.
à tort, faussement.
Étymologie: ἡμαρτημένος, part. pf. Pass. de ἁμαρτάνω.
Greek Monolingual
(AM ἡμαρτημένως)
επίρρ. εσφαλμένως
αρχ.
φρ. «ἡμαρτημένως ἔχει» — είναι εσφαλμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημαρτημένος, μτχ. παρακμ. του αμαρτάνομαι].
Greek Monotonic
ἡμαρτημένως: επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του ἁμαρτάνω, εσφαλμένα, λανθασμένα, σε Πλάτ.