ηδυλάλος: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡδυλάλος]], -ον (Α)<br /><b>επιγρ.</b> ηδυλόγος, [[γλυκόλογος]], [[γλυκόλαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>λαλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λάλος]], υποχωρητικό παράγ. του [[λαλώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερημο</i>-[[λάλος]], <i>χρηστο</i>-[[λάλος]].
|mltxt=[[ἡδυλάλος]], -ον (Α)<br /><b>επιγρ.</b> ηδυλόγος, [[γλυκόλογος]], [[γλυκόλαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>λαλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λάλος]], υποχωρητικό παράγ. του [[λαλώ]]), [[πρβλ]]. <i>ερημο</i>-[[λάλος]], <i>χρηστο</i>-[[λάλος]].
}}
}}

Revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡδυλάλος, -ον (Α)
επιγρ. ηδυλόγος, γλυκόλογος, γλυκόλαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -λαλος (< λάλος, υποχωρητικό παράγ. του λαλώ), πρβλ. ερημο-λάλος, χρηστο-λάλος.