ηνιοστροφώ: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
(16)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡνιοστροφῶ, -έω (AM) [[ηνιοστρόφος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[διευθύνω]], [[διοικώ]], [[κυβερνώ]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἡνιοστροφοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) διευθύνομαι<br />β) παρασύρομαι από κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />[[οδηγώ]], [[διευθύνω]] [[κάτι]] με τον χαλινό, [[στρέφω]] τα [[ηνία]].
|mltxt=ἡνιοστροφῶ, -έω (AM) [[ηνιοστρόφος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[διευθύνω]], [[διοικώ]], [[κυβερνώ]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἡνιοστροφοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) διευθύνομαι<br />β) παρασύρομαι από κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />[[οδηγώ]], [[διευθύνω]] [[κάτι]] με τον χαλινό, [[στρέφω]] τα [[ηνία]].
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 26 March 2021

Greek Monolingual

ἡνιοστροφῶ, -έω (AM) ηνιοστρόφος
μσν.
1. μτφ. διευθύνω, διοικώ, κυβερνώ
2. παθ. ἡνιοστροφοῦμαι, -έομαι
α) διευθύνομαι
β) παρασύρομαι από κάποιον
αρχ.
οδηγώ, διευθύνω κάτι με τον χαλινό, στρέφω τα ηνία.