ήτοι: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(16)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἤτοι]])<br />(επεξηγηματικό [[μόριο]] = ἦ τοι) [[δηλαδή]], με άλλα [[λόγια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (βεβαιωτικό [[μόριο]] = ἦ τοι) βέβαια, [[αλήθεια]], [[πράγματι]]<br /><b>2.</b> ([[συχνά]] ως μεταβατικό στην [[αρχή]] προτάσεως ή περιόδου = ἦ τοι) [[τότε]] [[λοιπόν]] («[[ἤτοι]] ὅ γ' ὥς εἰπὼν κατ' ἄρ' ἕζετο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[μετά]] από αντων., σύνδ. ή επίρρ.) <b>φρ.</b> α) «τὴν [[ἤτοι]]» — την οποία βέβαια, ως γνωστόν<br />β) «ἀλλ' [[ἤτοι]]», «ὀφρ' [[ἤτοι]]», «ἔνθ' [[ἤτοι]]», «ὡς [[ἤτοι]]» κ.λπ.<br />[[αλλά]] βέβαια, για να... βέβαια, όπου βέβαια, όπως βέβαια<br /><b>4.</b> (διαζευκτ. σύνδ. =ἤ τοι) ή [σ' αυτή την [[περίπτωση]] ακολουθεί στο δεύτερο [[μέρος]] της διάζευξης το ἤ ([[ἤτοι]]... <i>ἤ</i>), [[αλλά]] και αντιστρόφως (<i>ἤ</i>... [[ἤτοι]]) και στους μετγν. και [[ἤτοι]]... [[ἤτοι]]<br />ή... ή].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> βεβαιωτικό επίρρ. <i>ἦ</i> ή <i>ἤ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>τοι</i>].
|mltxt=(Α [[ἤτοι]])<br />(επεξηγηματικό [[μόριο]] = ἦ τοι) [[δηλαδή]], με άλλα [[λόγια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (βεβαιωτικό [[μόριο]] = ἦ τοι) βέβαια, [[αλήθεια]], [[πράγματι]]<br /><b>2.</b> ([[συχνά]] ως μεταβατικό στην [[αρχή]] προτάσεως ή περιόδου = ἦ τοι) [[τότε]] [[λοιπόν]] («[[ἤτοι]] ὅ γ' ὥς εἰπὼν κατ' ἄρ' ἕζετο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[μετά]] από αντων., σύνδ. ή επίρρ.) <b>φρ.</b> α) «τὴν [[ἤτοι]]» — την οποία βέβαια, ως γνωστόν<br />β) «ἀλλ' [[ἤτοι]]», «ὀφρ' [[ἤτοι]]», «ἔνθ' [[ἤτοι]]», «ὡς [[ἤτοι]]» κ.λπ.<br />[[αλλά]] βέβαια, για να... βέβαια, όπου βέβαια, όπως βέβαια<br /><b>4.</b> (διαζευκτ. σύνδ. =ἤ τοι) ή [σ' αυτή την [[περίπτωση]] ακολουθεί στο δεύτερο [[μέρος]] της διάζευξης το ἤ ([[ἤτοι]]... <i>ἤ</i>), [[αλλά]] και αντιστρόφως (<i>ἤ</i>... [[ἤτοι]]) και στους μετγν. και [[ἤτοι]]... [[ἤτοι]]<br />ή... ή].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> βεβαιωτικό επίρρ. <i>ἦ</i> ή <i>ἤ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>τοι</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:08, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἤτοι)
(επεξηγηματικό μόριο = ἦ τοι) δηλαδή, με άλλα λόγια
αρχ.
1. (βεβαιωτικό μόριο = ἦ τοι) βέβαια, αλήθεια, πράγματι
2. (συχνά ως μεταβατικό στην αρχή προτάσεως ή περιόδου = ἦ τοι) τότε λοιπόνἤτοι ὅ γ' ὥς εἰπὼν κατ' ἄρ' ἕζετο», Ομ. Ιλ.)
3. (μετά από αντων., σύνδ. ή επίρρ.) φρ. α) «τὴν ἤτοι» — την οποία βέβαια, ως γνωστόν
β) «ἀλλ' ἤτοι», «ὀφρ' ἤτοι», «ἔνθ' ἤτοι», «ὡς ἤτοι» κ.λπ.
αλλά βέβαια, για να... βέβαια, όπου βέβαια, όπως βέβαια
4. (διαζευκτ. σύνδ. =ἤ τοι) ή [σ' αυτή την περίπτωση ακολουθεί στο δεύτερο μέρος της διάζευξης το ἤ (ἤτοι... ), αλλά και αντιστρόφως (... ἤτοι) και στους μετγν. και ἤτοι... ἤτοι
ή... ή].
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < βεβαιωτικό επίρρ. ή + τοι].