ησυχή: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡσυχῇ]] και δωρ. ἁσυχᾷ (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ήρεμα, [[ήσυχα]]<br /><b>2.</b> αθόρυβα, σιωπηρά, [[αργά]], [[σιγά]] («[[ἡσυχῇ]] γελάσαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> ακίνητα, αδρανώς («κατέκειτο... [[ἡσυχῇ]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> με ψυχική [[γαλήνη]], με ήρεμη [[διάθεση]], με ήσυχη [[διάθεση]] («[[ἡσυχῇ]] καί κατὰ μικρὸν ἀναμιμνῄσκεσθαι», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> [[μυστικά]], [[κρυφά]]<br /><b>6.</b> λίγο, [[ελαφρά]] («[[ἡσυχῇ]] κεκλιμένον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήσυχος]] <span style="color: red;">+</span> επίρρ. κατάλ. -<i>ῂ</i>, (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κοιν</i>-<i>ῇ</i>].
|mltxt=[[ἡσυχῇ]] και δωρ. ἁσυχᾷ (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ήρεμα, [[ήσυχα]]<br /><b>2.</b> αθόρυβα, σιωπηρά, [[αργά]], [[σιγά]] («[[ἡσυχῇ]] γελάσαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> ακίνητα, αδρανώς («κατέκειτο... [[ἡσυχῇ]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> με ψυχική [[γαλήνη]], με ήρεμη [[διάθεση]], με ήσυχη [[διάθεση]] («[[ἡσυχῇ]] καί κατὰ μικρὸν ἀναμιμνῄσκεσθαι», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> [[μυστικά]], [[κρυφά]]<br /><b>6.</b> λίγο, [[ελαφρά]] («[[ἡσυχῇ]] κεκλιμένον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήσυχος]] <span style="color: red;">+</span> επίρρ. κατάλ. -<i>ῂ</i>, ([[πρβλ]]. <i>κοιν</i>-<i>ῇ</i>].
}}
}}

Revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡσυχῇ και δωρ. ἁσυχᾷ (Α)
επίρρ.
1. ήρεμα, ήσυχα
2. αθόρυβα, σιωπηρά, αργά, σιγάἡσυχῇ γελάσαι», Πλάτ.)
3. ακίνητα, αδρανώς («κατέκειτο... ἡσυχῇ», Πλάτ.)
4. με ψυχική γαλήνη, με ήρεμη διάθεση, με ήσυχη διάθεσηἡσυχῇ καί κατὰ μικρὸν ἀναμιμνῄσκεσθαι», Αισχίν.)
5. μυστικά, κρυφά
6. λίγο, ελαφράἡσυχῇ κεκλιμένον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + επίρρ. κατάλ. -, (πρβλ. κοιν-].