θεωρηματικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(17)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεωρηματικός]], -ή, -όν (Α) [[θεώρημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[θεώρημα]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιδίδεται σε [[θεωρία]]<br /><b>3.</b> (ως επίθ. του Μητροδώρου, μαθητή του Στίλπωνος)<br />ο [[δογματικός]], αυτός που πραγματεύεται τη [[διδασκαλία]] του με θεωρήματα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «θεωρηματικοὶ ὄνειροι» — τα όνειρα που συμφωνούν με την [[πραγματικότητα]].
|mltxt=[[θεωρηματικός]], -ή, -όν (Α) [[θεώρημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[θεώρημα]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιδίδεται σε [[θεωρία]]<br /><b>3.</b> (ως επίθ. του Μητροδώρου, μαθητή του Στίλπωνος)<br />ο [[δογματικός]], αυτός που πραγματεύεται τη [[διδασκαλία]] του με θεωρήματα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «θεωρηματικοὶ ὄνειροι» — τα όνειρα που συμφωνούν με την [[πραγματικότητα]].
}}
{{elru
|elrutext='''θεωρημᾰτικός:''' ὁ сторонник чистого умозрения, теоретик (эпитет философа Метродора) Diog. L.
}}
}}

Revision as of 11:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεωρημᾰτικός Medium diacritics: θεωρηματικός Low diacritics: θεωρηματικός Capitals: ΘΕΩΡΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: theōrēmatikós Transliteration B: theōrēmatikos Transliteration C: theorimatikos Beta Code: qewrhmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be interpreted as seen, ὄνειροι, opp. ἀλληγορικοί, Artem.4.1.    II theoretic, ἀρετή Stoic.3.48, cf. lamb.Protr.21.λβ, D.L.3.49; dogmatic, epith. of Metrodorus, Id.2.113; contemplative, βίος Jul.ad Them.265b; opp. πρακτικός, Id.Or.6.190a.

German (Pape)

[Seite 1205] einen Lehrsatz betreffend, in Lehrsätzen vorgetragen, bei D. L. 3, 49 im Ggstz von πρακτικός, 7, 90 von ἀθεώρητος. – Οἱ θεωρηματικοί heißen Philosophen, die ihre Lehren in Lehrsätzen vortragen, id. 2, 113 u. a. Sp.; ὄνειροι θ., im Ggstz der ἀλληγορικοί, Artem. 4, 1, die das bedeuten, was man sieht.

Greek (Liddell-Scott)

θεωρημᾰτικός: -ή, -όν, συμφωνῶν πρὸς ὅ,τι τις βλέπει, ὄνειροι Ἀρτεμ. 4. 1. ΙΙ. ἀγαπῶν τὰ θεωρήματα, θεωρητικός, ἀντίθετον τῷ πρακτικός, Διογ. Λ. 3. 49˙ δογματικός, ἐπίθ. Μητροδώρου τοῦ μαθητοῦ τοῦ Στίλπωνος, ὁ αὐτ. 2. 113˙ θ. ἀρεταί, ἅς τις κτᾶται διὰ τῆς φιλοσοφίας, ὁ αὐτ. 7. 90.

Greek Monolingual

θεωρηματικός, -ή, -όν (Α) θεώρημα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θεώρημα
2. αυτός που επιδίδεται σε θεωρία
3. (ως επίθ. του Μητροδώρου, μαθητή του Στίλπωνος)
ο δογματικός, αυτός που πραγματεύεται τη διδασκαλία του με θεωρήματα
4. φρ. «θεωρηματικοὶ ὄνειροι» — τα όνειρα που συμφωνούν με την πραγματικότητα.

Russian (Dvoretsky)

θεωρημᾰτικός: ὁ сторонник чистого умозрения, теоретик (эпитет философа Метродора) Diog. L.