ἱδρώς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution

Source
(17)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱδρώς]], ό (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[ιδρώτας]].
|mltxt=[[ἱδρώς]], ό (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[ιδρώτας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱδρώς:''' [ῐ], -ῶτος, ὁ, δοτ. <i>ἱδρῶτι</i>, αιτ. <i>ἱδρῶτα</i>, Επικ. συγκεκ. τύποι: δοτ. [[ἱδρῷ]], αιτ. [[ἱδρῶ]] ([[ἶδος]])·<br /><b class="num">1.</b> ιδρώτας, Λατ. [[sudor]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> εξερχόμενος, εξαγόμενος [[χυμός]] από δέντρα, [[κόμμι]], [[ρετσίνι]]· <i>ἱδρῶτα σμύρνης</i>, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱδρώς Medium diacritics: ἱδρώς Low diacritics: ιδρώς Capitals: ΙΔΡΩΣ
Transliteration A: hidrṓs Transliteration B: hidrōs Transliteration C: idros Beta Code: i(drw/s

English (LSJ)

(v. fin.), ῶτος, ὁ, and Aeol. ἡ, Sapph.2.13; dat. ἱδρῶτι, acc. ἱδρῶτα; Hom. has dat. ἱδρῷ (not ἱδρῶ as Choerob. in Theod.1.248) Il.17.385,745; acc.

   A ἱδρῶ 11.621,22.2, cf. A.R.2.87, 4.656: (ἶδος):— sweat, Hom.(v. infr.), etc.; μετὰ ἱδρῶτος Pl.R.350d; κατὰ δ' ἱ. ἔρρεεν ἐκ μελέων Od.11.599; ἱ. ἀνῄει χρωτί S.Tr.767; στάζειν ἱδρῶτι (v. στάζω) ; ῥέεσθαι ἱδρῶτι Plu.Cor.3; of sweat as the sign of toil, τῆς ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν Hes.Op.289; ἱδρῶτα παρέχειν X.Cyr.2.1.29: pl., Hp.Aph.4.36, Arist.Pr.867a13, etc.; ἱδρῶτες ξηροί, opp. the effect of baths, Pl.Phdr.239c.    2 exudation of trees, gum, resin, σμύρνης E.Ion 1175; δρυός Ion Trag.40; Βρομιάδος ἱδρῶτα πηγῆς, of wine, Antiph.52.12.    II metaph., anything earned by the sweat of one's brow, οὐ γὰρ τὸν ἐμὸν ἱδρῶτα . . ἐκβαλῶ Ar.Ec.750, cf. Chor.p.270 B. (pl.). [ῑ in Ep. and Lyr.: ῐ in E.l.c.] (Cf. ἰδίω.)

German (Pape)

[Seite 1239] ῶτος, ὁ, nach Schol. Il. 22, 2 bei Aeolern auch ἡ, vgl. Cram. An. Ox. 1 p. 208; dat. auch ἱδρῷ, Il. 17, 385, acc. ἱδρῶ, 11, 621. 22, 2; der Schweiß, Il. oft; κατὰ δ' ἱδρὼς ἔῤῥεεν ἐκ μελέων Od. 11, 599; ἱδρὼς ἀνῄει χρωτί Soph. Tr. 764; κάρα στάζων ἱδρῶτι Ai. 10; ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο Eur. Bacch. 620; μετὰ ἱδρῶτος θαυμαστοῦ ὅσου Plat. Rep. I, 350 d, öfter, auch im plur., Phaedr. 239 c; Sp., ῥεομένοις ἱδρῶτι τοῖς ἵπποις Plut. Coriol. 3; vgl. Luc. Catapl. 3. Auch bei Pflanzen, die ausschwitzende Feuchtigkeit, Harz, Gummi, ἐξεθυμία σμύρνης ἱδρῶτα Eur. Ion 1173; im Räthsel nennt Antiphan. bei Ath. X, 449 c den Wein βρομιάδος ἱδρῶτα πηγῆς; Ion ib. 451 d ἰξός, δρυὸς ἱδρώς. – Anstrengung, Hom. u. A., z. B. ἱδρῶτα παρέχειν τινί Xen. Cyr. 2, 1, 29; μετὰ ἱδρῶτος, Ggstz ῥᾳδίως, Plat. Rep. II, 350 d. Auch das mit Schweiß u. Anstrengung Erworbene, wie unser "saurer Schweiß", Ar. Eccl. 750.

Greek (Liddell-Scott)

ἱδρώς: ἴδε ἐν τέλει, ῶτος, ὁ, καὶ Αἰολ. ἡ, Bgk. εἰς Σαπφὼ 13· δοτ. ἱδρῶτι, αἰτ. ἱδρῶτα, ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ἔχει τοὺς συγκεκομμένους τύπους, δοτ. ἱδρῷ (πρβλ. γέλως, ἔρως), Ἰλ. Ρ. 385, 745· αἰτ. ἱδρῶ, Λ. 621, Χ. 2: (ἶδος)· ― ἱδρώς, κοιν. «ἵδρως» ἢ «ἵδρωτας», Ὅμ. (ἰδίως ἐν Ἰλ.), καὶ Ἀττ.· κατὰ δ’ ἱδρὼς ἔρρεεν ἐκ μελέων Ὀδ. Λ. 599· ἱδρὼς ἀνῄει χρωτὶ Σοφ. Τρ. 767· στάζειν ἱδρῶτι (ἴδε ἐν λέξ. στάζω)· ῥέεσθαι ἱδρῶτι Πλουτ. Κορ. 3: ― ἐπὶ τοῦ ἱδρῶτος ὡς σημείου κοπώσεως, μόχθου, τῆς ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 287· ἱδρῶτα παρέχειν Ξεν. Κύρ. 2. 1, 29· ― ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. Ἀφ. 1250, Ἀριστ., κτλ.· ἱδρῶτες ξηροί, οἱ μὴ ἐκ θερμῶν λουτρῶν προερχόμενοι, ἀλλ’ ἐκ τῆς σωματικῆς ἀσκήσεως, Πλάτ. Φαῖδρ. 329C· 2) ἡ ἐξίδρωσις δένδρων, ὁ ἐξερχόμενος χυμός, κόμμι, ῥητίνη, σμύρνης ἱδρῶτα Εὐρ. Ἴων 1175· δρυὸς Ἴων παρ’ Ἀθην. 451D· Βρομιάδος ἱδρῶτα πηγῆς, περὶ τοῦ οἴνου, Ἀντιφάνης ἐν Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 12. ΙΙ. μεταφ., πᾶν ὅ,τι κερδαίνει τις διὰ τοῦ ἱδρῶτος τοῦ προσώπου αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 750 (ἴδε ἐν λ. ἶδος)· ῑ παρ’ Ὁμ.· ῐ παρ’ Ἀττ., Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Meineke ἐν Κωμ. Ἀποσπ 3. 251, ἂν καὶ μακρὸν ἐν ταῖς λ. ἶδος, ἰδίω.

French (Bailly abrégé)

ῶτος (ὁ) :
sueur.
Étymologie: R. ΣϜιδ, suer ; cf. lat. sudare.

English (Autenrieth)

dat. -ῷ, acc. -ῶ (σϝιδρ.): sweat.

Spanish

sudor

English (Strong)

a strengthened form of a primary idos (sweat); perspiration: sweat.

English (Thayer)

ἱδρῶτος, ὁ (allied with Latin sudor, English sweat; Curtius, § 283; from Homer down), sweat: L brackets WH reject the passage; (Tr accents ἱδρώς, yet cf. Chandler § 667)).

Greek Monolingual

ἱδρώς, ό (ΑΜ)
βλ. ιδρώτας.

Greek Monotonic

ἱδρώς: [ῐ], -ῶτος, ὁ, δοτ. ἱδρῶτι, αιτ. ἱδρῶτα, Επικ. συγκεκ. τύποι: δοτ. ἱδρῷ, αιτ. ἱδρῶ (ἶδος
1. ιδρώτας, Λατ. sudor, σε Όμηρ., Αττ.
2. εξερχόμενος, εξαγόμενος χυμός από δέντρα, κόμμι, ρετσίνι· ἱδρῶτα σμύρνης, σε Ευρ.