ιππαγωγός: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(17) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ό (ΑΜ [[ἱππαγωγός]], -όν)<br />αυτός που μεταφέρει ίππους («ἱππαγωγὰ πλοῑα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ό (ΑΜ [[ἱππαγωγός]], -όν)<br />αυτός που μεταφέρει ίππους («ἱππαγωγὰ πλοῑα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἱππαγωγός]]<br />αυτός που φρόντιζε τους ίππους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ἱππαγωγὸς</i><br />[[ονομασία]] πλοίου<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἱπππαγωγός</i> (ενν. <i>ναῡς</i> ή [[τριήρης]])<br />το [[μεταγωγικό]] [[πλοίο]] που μετέφερε ιππικό («εἰς τὰς ἱππαγωγοὺς εἰσεπήδων ἀνδρικῶς», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ό (ΑΜ ἱππαγωγός, -όν)
αυτός που μεταφέρει ίππους («ἱππαγωγὰ πλοῑα», Ηρόδ.)
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱππαγωγός
αυτός που φρόντιζε τους ίππους
αρχ.
1. ως κύριο όν. Ἱππαγωγὸς
ονομασία πλοίου
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱπππαγωγός (ενν. ναῡς ή τριήρης)
το μεταγωγικό πλοίο που μετέφερε ιππικό («εἰς τὰς ἱππαγωγοὺς εἰσεπήδων ἀνδρικῶς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + ἀγωγός (< ἄγω)].