ἱροφάντης: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
(18) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱροφάντης]], ὁ (Α)<br />ιων. τ. του [[ιεροφάντης]]. | |mltxt=[[ἱροφάντης]], ὁ (Α)<br />ιων. τ. του [[ιεροφάντης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἱροφάντης:''' ὁ, Ιων. αντί [[ἱεροφάντης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ, Ion. for ἱεροφ-.
Greek (Liddell-Scott)
ἱροφάντης: ὁ, Ἰων. ἀντὶ ἱεροφάντης.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἱεροφάντης.
Greek Monolingual
ἱροφάντης, ὁ (Α)
ιων. τ. του ιεροφάντης.
Greek Monotonic
ἱροφάντης: ὁ, Ιων. αντί ἱεροφάντης.