ισηγορία: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(18)
 
m (Text replacement - "αῑον" to "αῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἰσηγορία]], ιων. τ. ἰσηγορίη) [[ισήγορος]]<br />το [[δικαίωμα]] να μιλά [[κάποιος]] [[εξίσου]] με άλλον, [[ισότητα]] ως [[προς]] την [[έκφραση]] του λόγου, [[ελευθερία]] του λόγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολιτική]] [[ελευθερία]], [[ισότητα]] («ἰσηγορίη ἐστὶ [[χρῆμα]] σπουδαῑον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ισονομία]], [[ισότητα]] δικαιωμάτων.
|mltxt=η (Α [[ἰσηγορία]], ιων. τ. ἰσηγορίη) [[ισήγορος]]<br />το [[δικαίωμα]] να μιλά [[κάποιος]] [[εξίσου]] με άλλον, [[ισότητα]] ως [[προς]] την [[έκφραση]] του λόγου, [[ελευθερία]] του λόγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολιτική]] [[ελευθερία]], [[ισότητα]] («ἰσηγορίη ἐστὶ [[χρῆμα]] σπουδαῖον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ισονομία]], [[ισότητα]] δικαιωμάτων.
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 28 March 2021

Greek Monolingual

η (Α ἰσηγορία, ιων. τ. ἰσηγορίη) ισήγορος
το δικαίωμα να μιλά κάποιος εξίσου με άλλον, ισότητα ως προς την έκφραση του λόγου, ελευθερία του λόγου
αρχ.
1. πολιτική ελευθερία, ισότητα («ἰσηγορίη ἐστὶ χρῆμα σπουδαῖον», Ηρόδ.)
2. ισονομία, ισότητα δικαιωμάτων.