καθαρόγλωσσος: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(18) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που μιλά ευδιάκριτα, αυτός που έχει καθαρή και ακριβή [[προφορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθαρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), | |mltxt=-η, -ο<br />αυτός που μιλά ευδιάκριτα, αυτός που έχει καθαρή και ακριβή [[προφορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθαρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), [[πρβλ]]. <i>βραδύ</i>-<i>γλωσσος</i>, <i>ξενό</i>-<i>γλωσσος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>]. | ||
}} | }} |