καλλιπέδιλος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλλιπέδιλος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[φορά]] ωραία πέδιλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πέδιλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδιλον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αβρο</i>-<i>πέδιλος</i>, <i>χρυσο</i>-<i>πέδιλος</i>].
|mltxt=[[καλλιπέδιλος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[φορά]] ωραία πέδιλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πέδιλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδιλον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αβρο</i>-<i>πέδιλος</i>, <i>χρυσο</i>-<i>πέδιλος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καλλιπέδῑλος:''' ὁ, ἡ ([[πέδιλον]]), αυτός που φοράει όμορφα σανδάλια, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}

Revision as of 19:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐπέδῑλος Medium diacritics: καλλιπέδιλος Low diacritics: καλλιπέδιλος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΕΔΙΛΟΣ
Transliteration A: kallipédilos Transliteration B: kallipedilos Transliteration C: kallipedilos Beta Code: kallipe/dilos

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A with beautiful sandals, h.Merc.57.

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönen Sohlen, H. h. Merc. 57.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιπέδῑλος: ὁ, ἡ, ἔχων, φορῶν καλὰ πέδιλα, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 57.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles sandales, aux belles chaussures.
Étymologie: καλός, πέδιλον.

Greek Monolingual

καλλιπέδιλος, -ον (Α)
αυτός που φορά ωραία πέδιλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. αβρο-πέδιλος, χρυσο-πέδιλος].

Greek Monotonic

καλλιπέδῑλος: ὁ, ἡ (πέδιλον), αυτός που φοράει όμορφα σανδάλια, σε Ομηρ. Ύμν.