κάλος: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κάλος]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κάλως]].———————— <b>(II)</b><br />και [[κάλλος]], ὁ<br /><b>1.</b> περιγεγραμμένη [[υπερκεράτωση]] του δέρματος, συν. τών [[άκρων]], [[τύλος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τον πάτησα στον κάλο» — τον έθιξα στο πιο ευπαθές [[σημείο]]<br />β) «έχει κάλο (στον εγκέφαλο)» — [[είναι]] [[ανόητος]], [[είναι]] [[παράλογος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>callo</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>callus</i> ή <i>callum</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κάλος]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κάλως]].———————— <b>(II)</b><br />και [[κάλλος]], ὁ<br /><b>1.</b> περιγεγραμμένη [[υπερκεράτωση]] του δέρματος, συν. τών [[άκρων]], [[τύλος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τον πάτησα στον κάλο» — τον έθιξα στο πιο ευπαθές [[σημείο]]<br />β) «έχει κάλο (στον εγκέφαλο)» — [[είναι]] [[ανόητος]], [[είναι]] [[παράλογος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>callo</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>callus</i> ή <i>callum</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κάλος:''' ὁ, Επικ. και Ιων. αντί [[κάλως]], [[σχοινί]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A v. κάλως.
Greek (Liddell-Scott)
κάλος: ὁ, σχοινίον, ἴδε ἐν λ. κάλως.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
ion. et épq. c. κάλως.
English (Autenrieth)
(Att. κάλως): pl., ropes, halyards; passing through a hole at the top of the mast, then made fast at the bottom, and serving to hoist and lower the yard. (See cut.)
Greek Monolingual
(I)
κάλος, ὁ (Α)
βλ. κάλως.———————— (II)
και κάλλος, ὁ
1. περιγεγραμμένη υπερκεράτωση του δέρματος, συν. τών άκρων, τύλος
2. φρ. α) «τον πάτησα στον κάλο» — τον έθιξα στο πιο ευπαθές σημείο
β) «έχει κάλο (στον εγκέφαλο)» — είναι ανόητος, είναι παράλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. callo < λατ. callus ή callum].