καματώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
(19)
(5)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[καματώδης]], -ῶδες (Μ)<br />υπερβολικά [[ζεστός]], [[καυτερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καυματώδης]] (<span style="color: red;"><</span> [[καῦμα]] <span style="color: red;"><</span> [[καίω]]) με [[απλοποίηση]] του συμφων. συμπλέγμ. -<i>vm</i>- σε -<i>m</i>-].———————— <b>(II)</b><br />[[καματώδης]], -ες (Α)<br />[[επίπονος]], [[κοπιαστικός]], [[οχληρός]] (α. «θέρεος καματώδεος», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «καματώδεις μέριμναι», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάματος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδης</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[καματώδης]], -ῶδες (Μ)<br />υπερβολικά [[ζεστός]], [[καυτερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καυματώδης]] (<span style="color: red;"><</span> [[καῦμα]] <span style="color: red;"><</span> [[καίω]]) με [[απλοποίηση]] του συμφων. συμπλέγμ. -<i>vm</i>- σε -<i>m</i>-].———————— <b>(II)</b><br />[[καματώδης]], -ες (Α)<br />[[επίπονος]], [[κοπιαστικός]], [[οχληρός]] (α. «θέρεος καματώδεος», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «καματώδεις μέριμναι», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάματος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰματώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[κουραστικός]], [[κοπιώδης]], σε Ησίοδ., Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 21:28, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1316] ες, ermattend, erschöpfend; θέρεος καματώδεος ὥρη Hes. O. 582; καματωδέων πλαγᾶν ἄκος Pind. N. 3, 17; μέριμναι frg. 239. Auch im compar., bei Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) κοπώδης, ὀχληρός, θέρεος καματώδεος ὥρῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 582· πλαγαί, μέριμναι Πινδ. Ν. 3. 28, Ἀποσπ. 239· καματωδέστερος Θεοφρ. Ἀποσπ. 7 § 13.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui fatigue, qui épuise, pénible.
Étymologie: κάματος, -ωδης.

English (Slater)

καματώδης
   1 fatiguing καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει (N. 3.17) ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι fr. 124. 5.

Greek Monolingual

(I)
καματώδης, -ῶδες (Μ)
υπερβολικά ζεστός, καυτερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καυματώδης (< καῦμα < καίω) με απλοποίηση του συμφων. συμπλέγμ. -vm- σε -m-].———————— (II)
καματώδης, -ες (Α)
επίπονος, κοπιαστικός, οχληρός (α. «θέρεος καματώδεος», Ησίοδ.
β. «καματώδεις μέριμναι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + -ώδης].

Greek Monotonic

κᾰματώδης: -ες (εἶδος), κουραστικός, κοπιώδης, σε Ησίοδ., Πίνδ.