κάμπος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
(19)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[κάμπος]])<br />[[πεδιάδα]], [[τόπος]] [[πεδινός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> το [[βάθος]] ζωγραφικής παραστάσεως ή ζωγραφικού πίνακα, το [[φόντο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] [[ανοιχτός]], ανοιχτωσιά («εἰς κάμπον ν' ἀναμείνουσιν νὰ δώσουν κονταρέας», Χρον. Moρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[βάση]], [[στήριγμα]] («οἱ μαρτυρίες του... οὐδὲν ἔχουν κάμπον», Ασσίζ.)<br /><b>3.</b> ύπαιθρο, ύπαιθρος [[χώρα]]<br /><b>4.</b> ιδιόκτητη [[έκταση]], [[ανοιχτός]] [[χώρος]] [[γύρω]] από ένα [[κτίσμα]]<br /><b>5.</b> ανοιχτή [[θάλασσα]]<br /><b>6.</b> [[πεδίο]] μάχης<br /><b>7.</b> [[παράταξη]] στρατευμάτων<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[κατεβαίνω]] εἰς τὸν κάμπον» — [[κατεβαίνω]] στη [[μάχη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χώρος]] στρατοπεδεύσεως, [[στρατόπεδο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Σικελούς) «[[ιππόδρομος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>campus</i>, -<i>i</i> «[[πεδιάδα]]»].———————— <b>(II)</b><br />[[κάμπος]], τὸ (Α)<br />μεγάλο θαλάσσιο ζώο, [[κήτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[κάμπη]] (II)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[κάμπος]])<br />[[πεδιάδα]], [[τόπος]] [[πεδινός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> το [[βάθος]] ζωγραφικής παραστάσεως ή ζωγραφικού πίνακα, το [[φόντο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] [[ανοιχτός]], ανοιχτωσιά («εἰς κάμπον ν' ἀναμείνουσιν νὰ δώσουν κονταρέας», Χρον. Moρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[βάση]], [[στήριγμα]] («οἱ μαρτυρίες του... οὐδὲν ἔχουν κάμπον», Ασσίζ.)<br /><b>3.</b> ύπαιθρο, ύπαιθρος [[χώρα]]<br /><b>4.</b> ιδιόκτητη [[έκταση]], [[ανοιχτός]] [[χώρος]] [[γύρω]] από ένα [[κτίσμα]]<br /><b>5.</b> ανοιχτή [[θάλασσα]]<br /><b>6.</b> [[πεδίο]] μάχης<br /><b>7.</b> [[παράταξη]] στρατευμάτων<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[κατεβαίνω]] εἰς τὸν κάμπον» — [[κατεβαίνω]] στη [[μάχη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χώρος]] στρατοπεδεύσεως, [[στρατόπεδο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Σικελούς) «[[ιππόδρομος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>campus</i>, -<i>i</i> «[[πεδιάδα]]»].———————— <b>(II)</b><br />[[κάμπος]], τὸ (Α)<br />μεγάλο θαλάσσιο ζώο, [[κήτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[κάμπη]] (II)].
}}
{{elru
|elrutext='''κάμπος:''' ὁ (~ лат. [[campus]]) ристалище (из сикульского) <span style="font-family:'Times New Roman', Cambria, serif';font-size:90%;">(Тронский)</span>
}}
}}

Revision as of 22:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάμπος Medium diacritics: κάμπος Low diacritics: κάμπος Capitals: ΚΑΜΠΟΣ
Transliteration A: kámpos Transliteration B: kampos Transliteration C: kampos Beta Code: ka/mpos

English (LSJ)

εος, τό,

   A a sea-monster, Lyc.414.    II = ἱπποδρόμος (Sicel), Hsch. καμπουλίρ· ἐλαίας εἶδος (Lacon.), Id. (-ούληρ cod.).

German (Pape)

[Seite 1318] τό, ein großes Seethier, Haifisch, βρωθεὶς καμπέων γνάθοις Lycophr. 414, Schol. κητῶν. Vgl. κάμπη.

Greek (Liddell-Scott)

κάμπος: «ἰππόδρομος. Σικελοὶ» Ἡσύχ.
εος, τὸ θαλάσσιόν τι τέρας, Λυκόφρ. 414· πρβλ. ἱππόκαμπος.

Greek Monolingual

(I)
ο (AM κάμπος)
πεδιάδα, τόπος πεδινός
νεοελλ.-μσν.
μτφ. το βάθος ζωγραφικής παραστάσεως ή ζωγραφικού πίνακα, το φόντο
μσν.
1. τόπος ανοιχτός, ανοιχτωσιά («εἰς κάμπον ν' ἀναμείνουσιν νὰ δώσουν κονταρέας», Χρον. Moρ.)
2. μτφ. βάση, στήριγμα («οἱ μαρτυρίες του... οὐδὲν ἔχουν κάμπον», Ασσίζ.)
3. ύπαιθρο, ύπαιθρος χώρα
4. ιδιόκτητη έκταση, ανοιχτός χώρος γύρω από ένα κτίσμα
5. ανοιχτή θάλασσα
6. πεδίο μάχης
7. παράταξη στρατευμάτων
8. φρ. «κατεβαίνω εἰς τὸν κάμπον» — κατεβαίνω στη μάχη
μσν.-αρχ.
χώρος στρατοπεδεύσεως, στρατόπεδο
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) (στους Σικελούς) «ιππόδρομος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. campus, -i «πεδιάδα»].———————— (II)
κάμπος, τὸ (Α)
μεγάλο θαλάσσιο ζώο, κήτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κάμπη (II)].

Russian (Dvoretsky)

κάμπος: ὁ (~ лат. campus) ристалище (из сикульского) (Тронский)