κάρκαρον: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(19)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάρκαρον]], τὸ (Α)<br />[[φυλακή]], [[ειρκτή]], [[δεσμωτήριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> το άγνωστης ετυμολ. λατ. <i>carcer</i>].
|mltxt=[[κάρκαρον]], τὸ (Α)<br />[[φυλακή]], [[ειρκτή]], [[δεσμωτήριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> το άγνωστης ετυμολ. λατ. <i>carcer</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''κάρκαρον:''' τό (~ лат. [[carcer]]) темница (из сикульского) <span style="font-family:'Times New Roman', Cambria, serif';font-size:90%;">(Тронский)</span>
}}
}}

Revision as of 22:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρκᾰρον Medium diacritics: κάρκαρον Low diacritics: κάρκαρον Capitals: ΚΑΡΚΑΡΟΝ
Transliteration A: kárkaron Transliteration B: karkaron Transliteration C: karkaron Beta Code: ka/rkaron

English (LSJ)

τό,

   A prison, Sophr.147:—also κάρκᾰρος, ὁ, D.S.31.9: indeterm. in Vett.Val.68.26: pl. κάρκαροι, = δεσμοί, and κάρκαρα, = μάνδραι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1327] τό, das Gefängniß, carcer; D. Sic. ecl. p. 516, 38; Sophron. bei Phot. lex.

Greek (Liddell-Scott)

κάρκαρον: τό, εἱρκτή, φυλακή, carcer, «κάρκαρον: τὸ δεσμωτήριον˙ οὕτως Σώφρων» Φώτ.˙ -ὡσαύτως κάρκαρος, ὁ, Διόδ. 31 Ἐκλογ. σ. 516˙ -παρ’ Ἡσύχ. εὑρίσκομεν πληθ. «κάρκαροι, τραχεῖς. καὶ δεσμοί». καὶ «κάρκαρα... μάνδρα».

Greek Monolingual

κάρκαρον, τὸ (Α)
φυλακή, ειρκτή, δεσμωτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < το άγνωστης ετυμολ. λατ. carcer].

Russian (Dvoretsky)

κάρκαρον: τό (~ лат. carcer) темница (из сикульского) (Тронский)