κάσας: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(19)
(5)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κάσας]] και [[χασάς]], ο (Α κασᾱς και [[κασῆς]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />υποσαγμα, μάλλινο χοντρό ύφασμα που τοποθετείται [[κάτω]] από το [[σαμάρι]] ή τη [[σέλα]] τών ζώων<br /><b>αρχ.</b><br />[[δέρμα]] που χρησιμεύει ως [[σάγμα]] ή [[υπόσαγμα]] υποζυγίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Δάνεια λ., ανατολ. [[μάλλον]] προελεύσεως, που πιθ. συνδέεται με εβρ. <i>k</i><i>ә</i><i>s</i><i>ū</i><i>t</i> και ακκαδ. <i>kas</i><i>ū</i>].
|mltxt=και [[κάσας]] και [[χασάς]], ο (Α κασᾱς και [[κασῆς]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />υποσαγμα, μάλλινο χοντρό ύφασμα που τοποθετείται [[κάτω]] από το [[σαμάρι]] ή τη [[σέλα]] τών ζώων<br /><b>αρχ.</b><br />[[δέρμα]] που χρησιμεύει ως [[σάγμα]] ή [[υπόσαγμα]] υποζυγίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Δάνεια λ., ανατολ. [[μάλλον]] προελεύσεως, που πιθ. συνδέεται με εβρ. <i>k</i><i>ә</i><i>s</i><i>ū</i><i>t</i> και ακκαδ. <i>kas</i><i>ū</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάσας:''' -ου ή [[κασᾶς]], -οῦ, ὁ, χαλί ή [[δέρμα]] για [[κάθισμα]], [[σέλα]], σε Ξεν. (πιθ. περσική [[λέξη]]).
}}
}}

Revision as of 19:03, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1333] ὁ, nach Arcad. 24, 1 richtiger κασᾶς od. κασῆς geschrieben, der es τὸ πιλωτὸν ἱμάτιον erkl., wie Poll. 7, 68 (wo κάσσας aus Xen. citirt ist) ἀμφιτάπης καὶ πιλωτά, Pferdedecke, Schabracke, ἐφίππιοι Xen. Cyr. 8, 3, 6. 34 (Fremdwort. Nach Hesych. ist κάς das Fell, vgl. κάσσος, κασσύω).

Greek (Liddell-Scott)

κάσας: -ου, ὁ, φέρεται καὶ κασᾶς ἢ κασῆς, τάπης ἢ δορὰ διὰ κάθισμα, ἐφίππιον, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 6. Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει κάς, δορά, δέρμα· ἢ πιθαν. ἡ λέξις νὰ εἶναι συγγενὴς πρὸς τὸ κῶς, κῶας,―ἂν μὴ εἶναι Περσική).

Greek Monolingual

και κάσας και χασάς, ο (Α κασᾱς και κασῆς)
νεοελλ.
υποσαγμα, μάλλινο χοντρό ύφασμα που τοποθετείται κάτω από το σαμάρι ή τη σέλα τών ζώων
αρχ.
δέρμα που χρησιμεύει ως σάγμα ή υπόσαγμα υποζυγίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Δάνεια λ., ανατολ. μάλλον προελεύσεως, που πιθ. συνδέεται με εβρ. kәsūt και ακκαδ. kasū].

Greek Monotonic

κάσας: -ου ή κασᾶς, -οῦ, ὁ, χαλί ή δέρμα για κάθισμα, σέλα, σε Ξεν. (πιθ. περσική λέξη).