καταδιώκω: Difference between revisions
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(19) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[καταδιώκω]], Μ και καταδιώχνω)<br />[[κυνηγώ]] κάποιον για να τον συλλάβω ή να τον σκοτώσω, [[διώκω]] κάποιον επίμονα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ακολουθώ]] [[κατά]] [[πόδας]] κινούμενο άψυχο ή ζωντανό στόχο για να τον καταστρέψω ή να τον αιχμαλωτίσω<br /><b>2.</b> [[επιδιώκω]] να βλάψω κάποιον, [[κατατρέχω]] («τον καταδιώκει ο [[επιθεωρητής]]»)<br /><b>μσν.</b><br />[[διώχνω]], [[απομακρύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιδιώκω]], [[προσπαθώ]] να κερδίσω<br /><b>2.</b> [[αναζητώ]]<br /><b>3.</b> [[εξαναγκάζω]] κάποιον να τρέξει, [[κάνω]] κάποιον να βιαστεί. | |mltxt=(AM [[καταδιώκω]], Μ και καταδιώχνω)<br />[[κυνηγώ]] κάποιον για να τον συλλάβω ή να τον σκοτώσω, [[διώκω]] κάποιον επίμονα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ακολουθώ]] [[κατά]] [[πόδας]] κινούμενο άψυχο ή ζωντανό στόχο για να τον καταστρέψω ή να τον αιχμαλωτίσω<br /><b>2.</b> [[επιδιώκω]] να βλάψω κάποιον, [[κατατρέχω]] («τον καταδιώκει ο [[επιθεωρητής]]»)<br /><b>μσν.</b><br />[[διώχνω]], [[απομακρύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιδιώκω]], [[προσπαθώ]] να κερδίσω<br /><b>2.</b> [[αναζητώ]]<br /><b>3.</b> [[εξαναγκάζω]] κάποιον να τρέξει, [[κάνω]] κάποιον να βιαστεί. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταδιώκω:''' μέλ. <i>-ξω</i> ή <i>-ξομαι</i>, [[καταδιώκω]] [[στενά]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A follow hard upon, pursue closely, Th.1.49, 2.84, LXX Ps.17(18).38, PCair.Zen.439 (Pass., iii B. C.), Phld.Ir.p.29 W., etc.: metaph., try to gain, Plb.6.42.1. 2 search for, τινα Ev.Marc.1.36. 3 overdrive cattle, LXXGe.33.13.
German (Pape)
[Seite 1346] (s. διώκω), verfolgen, Thuc. 2, 84; bis an ein Ziel, εἰς τὴν θάλασσαν Xen. Hell. 1, 2, 9; Arist. H. A. 9, 36 u. S0., wie Plut. Alcib. 29; – übertr., τὴν εὐχέρειαν Pol. 6, 42, 1.
Greek (Liddell-Scott)
καταδιώκω: μέλλ. -ξω ἢ -ξομαι, τρέχω κατόπιν τινὸς ὅπως συλλάβω αὐτόν, καταδιώκω, Θουκ. 1. 49., 3. 84, κτλ.· ― μεταφ., ἐπιδιώκω, Πολύβ. 6. 42, 1.
French (Bailly abrégé)
poursuivre, serrer de près.
Étymologie: κατά, διώκω.
English (Strong)
from κατά and διώκω; to hunt down, i.e. search for: follow after.
English (Thayer)
1st aorist κατεδιωξα; the Sept. often for רָדַף; to follow after, follow up (especially of enemies (Thucydides, et al.)); in a good sense, of those in search of anyone: τινα, τό ἔλεος σου καταδιώξεται με, οὐ κατεδίωξαν μεθ' ἡμῶν, ὀπίσω τίνος, to follow after one in order to gain his favor, Sirach 27:17.)
Greek Monolingual
(AM καταδιώκω, Μ και καταδιώχνω)
κυνηγώ κάποιον για να τον συλλάβω ή να τον σκοτώσω, διώκω κάποιον επίμονα
νεοελλ.
1. ακολουθώ κατά πόδας κινούμενο άψυχο ή ζωντανό στόχο για να τον καταστρέψω ή να τον αιχμαλωτίσω
2. επιδιώκω να βλάψω κάποιον, κατατρέχω («τον καταδιώκει ο επιθεωρητής»)
μσν.
διώχνω, απομακρύνω
αρχ.
1. επιδιώκω, προσπαθώ να κερδίσω
2. αναζητώ
3. εξαναγκάζω κάποιον να τρέξει, κάνω κάποιον να βιαστεί.