κάττυμα: Difference between revisions
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
(20) |
(5) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ [[κάττυμα]], Α και [[κάσσυμα]]) [[καττύω]]<br />[[πέλμα]] υποδήματος από σκληρό [[δέρμα]], η [[σόλα]] («προσερραμένα τοῑς ὑποδήμασι καττύματα», Λιβάν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κομμάτι]] από [[δέρμα]] που αντικαθιστά φθαρμένη [[σόλα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μπάλωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ελαφρών [[υποδημάτων]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] μελωδίας που παιζόταν με την [[κιθάρα]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[δόλος]], [[κατεργαριά]]. | |mltxt=το (ΑΜ [[κάττυμα]], Α και [[κάσσυμα]]) [[καττύω]]<br />[[πέλμα]] υποδήματος από σκληρό [[δέρμα]], η [[σόλα]] («προσερραμένα τοῑς ὑποδήμασι καττύματα», Λιβάν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κομμάτι]] από [[δέρμα]] που αντικαθιστά φθαρμένη [[σόλα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μπάλωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ελαφρών [[υποδημάτων]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] μελωδίας που παιζόταν με την [[κιθάρα]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[δόλος]], [[κατεργαριά]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κάττῡμα:''' [[καττύω]], Αττ. αντί [[κάσσυμα]], [[κασσύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 1406] att. = κασσίτερος, κάσσυμα.
French (Bailly abrégé)
att. p. κάσσυμα.
Greek Monolingual
το (ΑΜ κάττυμα, Α και κάσσυμα) καττύω
πέλμα υποδήματος από σκληρό δέρμα, η σόλα («προσερραμένα τοῑς ὑποδήμασι καττύματα», Λιβάν.)
νεοελλ.
κομμάτι από δέρμα που αντικαθιστά φθαρμένη σόλα
μσν.
μπάλωμα
αρχ.
1. είδος ελαφρών υποδημάτων
2. είδος μελωδίας που παιζόταν με την κιθάρα
3. (κατά τον Ησύχ.) δόλος, κατεργαριά.