κατώρης: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
(20)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατώρης]], -ώρες (Α)<br /><b>1.</b> δ. γρφ. του [[κατάρης]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κάτω]] ῥέπων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ώρης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὄρνυμαι</i> «[[εξορμώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτ</i>-<i>ώρης</i>, <i>νε</i>-<i>ώρης</i>. Το -<i>ω</i>- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει].
|mltxt=[[κατώρης]], -ώρες (Α)<br /><b>1.</b> δ. γρφ. του [[κατάρης]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κάτω]] ῥέπων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ώρης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὄρνυμαι</i> «[[εξορμώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτ</i>-<i>ώρης</i>, <i>νε</i>-<i>ώρης</i>. Το -<i>ω</i>- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει].
}}
{{elnl
|elnltext=κατώρης -ες [καταράττω] Aeol. verwoestend:. ἄνεμος κ. verwoestende wind Alc. 412.<br />κατώρης [κάτω] neervallend (van de wind).
}}
}}

Revision as of 10:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατώρης Medium diacritics: κατώρης Low diacritics: κατώρης Capitals: ΚΑΤΩΡΗΣ
Transliteration A: katṓrēs Transliteration B: katōrēs Transliteration C: katoris Beta Code: katw/rhs

English (LSJ)

ες,

   A = κάτω ῥέπων, Hsch. (κατωρής cod.).

Greek (Liddell-Scott)

κατώρης: -ες, = κατήρης, «κάτω ῥέπων» Ἡσύχ., μετ’ ἐσφαλ. τονισμοῦ κατωρής· ἴδε Λοβεκ. Ἀνθ. Π. 275.

Greek Monolingual

κατώρης, -ώρες (Α)
1. δ. γρφ. του κατάρης
2. (κατά τον Ησύχ.) «κάτω ῥέπων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ώρης (< ὄρνυμαι «εξορμώ»), πρβλ. αυτ-ώρης, νε-ώρης. Το -ω- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατώρης -ες [καταράττω] Aeol. verwoestend:. ἄνεμος κ. verwoestende wind Alc. 412.
κατώρης [κάτω] neervallend (van de wind).