κεδάννυμι: Difference between revisions
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
(20) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κεδάννυμι]] (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[σκεδάννυμι]], [[διασκορπίζω]], [[διασπώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σκεδάννυμι]]. | |mltxt=[[κεδάννυμι]] (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[σκεδάννυμι]], [[διασκορπίζω]], [[διασπώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σκεδάννυμι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κεδάννῡμι:''' ποιητ. αντί [[σκεδάννυμι]], Επικ. αορ. αʹ <i>ἐκέδασσα</i>, Παθ. <i>ἐκεδάσθην</i>· [[σπάζω]] στα δυο, [[διασπώ]], [[διασκορπώ]], σε Όμηρ. — Παθ., <i>κεδασθείσης ὑσμίνης</i>, όταν διασπάσθηκε η [[μάχη]], δηλ. τα αντίπαλα στρατόπεδα δεν ήταν [[πλέον]] παρατεταγμένα, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 30 December 2018
English (LSJ)
poet. for σκεδάννυμι, late in pres., AP5.275 (Agath.); Ep. aor. Act.
A ἐκέδασσα Hom. (v. infr.), Opp.H.1.412, 3pl. κέδασαν Hsch., Pass. ἐκεδάσθην Hom. (v. infr.), κεδάσθη Orph.A.557; plpf. Pass. κεκέδαστο A.R.2.1112:—break up, scatter, ἐκέδασσε φάλαγγας Il.17.285; θεὸς δ' ἐκέδασσεν Ἀχαιούς Od.14.242; so [ποταμὸς] ἐκέδασσε γεφύρας Il.5.88; νεφέλας ἐκέδασσαν ἄελλαι A.R.3.1360:—Pass., κεδασθείσης ὑσμίνης when the battle was broken up, i.e. when the combatants were no longer in masses, Il.15.328, 16.306; ἔμειναν ἀθρόοι, οὐδ' ἐκέδασθεν ἀνὰ στρατόν 15.657; [δούρατα] ῥαισθείσης (sc. νηός) κεκέδαστο A.R.2.1112; κῶμα κεδάσθη was shed, Orph. l.c.
Greek (Liddell-Scott)
κεδάννῡμι: ποιητ. ἀντὶ τοῦ σκεδάννυμι, Ἀνθ. Π. 5. 276 (καὶ κεδάω, ἐξ οὗ «κεδᾶται· σκεδάννυται» Ἡσύχ.), ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῷ Ἐπικ. ἐνεργ. ἀορ. ἐκέδασα, παθ. ἐκεδάσθην. Θραύω εἰς δύο, διασπῶ, ἐκέδασσε φάλαγγας, διέσπασε τὴν πυκνὴν παράταξιν, Ἰλ. Ρ. 285· θεὸς δ’ ἐκέδασσεν Ἀχαιοὺς Ὀδ. Ξ. 242· οὕτω, ποταμὸς ἐκέδασσε γεφύρας Ἰλ. Ε. 88.- Παθ., κεδασθείσης ὑσμίνης, ὅτε διεσπάσθη ἡ μάχη, δηλ. ὅτε τὰ διαμαχόμενα μέρη δὲν ἦσαν πλέον ἐν παρατάξει, Ο. 328, Π. 306· ἔμειναν ἀθρόοι, οὐδ’ ἐκέδασθεν ἀνὰ στρατὸν (ἔνθα ἴδε τὴν ἀντίθεσιν) αὐτόθι 657.
French (Bailly abrégé)
primit. seul. ao. Act. et Pass.
disperser, rompre (les lignes d’une troupe ennemie) : κεδασθείσης ὑσμίνης IL quand les lignes du combat, càd de combattants, furent rompues ; en parl. de choses κ. γέφυρας IL rompre des ponts.
Étymologie: épq. c. σκεδάννυμι.
Greek Monolingual
κεδάννυμι (Α)
(ποιητ. τ.) σκεδάννυμι, διασκορπίζω, διασπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκεδάννυμι.
Greek Monotonic
κεδάννῡμι: ποιητ. αντί σκεδάννυμι, Επικ. αορ. αʹ ἐκέδασσα, Παθ. ἐκεδάσθην· σπάζω στα δυο, διασπώ, διασκορπώ, σε Όμηρ. — Παθ., κεδασθείσης ὑσμίνης, όταν διασπάσθηκε η μάχη, δηλ. τα αντίπαλα στρατόπεδα δεν ήταν πλέον παρατεταγμένα, σε Ομήρ. Ιλ.