καυματίζω: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
(20) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καυματίζω]] (ΑΜ) [[καύμα]]<br /><b>παθ.</b> <i>καυματίζομαι</i><br />[[υποφέρω]] από πυρετό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατακαίω]], [[καταξεραίνω]] με [[κάψιμο]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[υποφέρω]] από τον καύσωνα. | |mltxt=[[καυματίζω]] (ΑΜ) [[καύμα]]<br /><b>παθ.</b> <i>καυματίζομαι</i><br />[[υποφέρω]] από πυρετό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατακαίω]], [[καταξεραίνω]] με [[κάψιμο]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[υποφέρω]] από τον καύσωνα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καυμᾰτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[καψαλίζω]] ή [[κατακαίω]], σε Καινή Διαθήκη — Παθ., καψαλίζομαι, στο ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 30 December 2018
English (LSJ)
A burn, scorch up, Apoc.16.8:—Pass., to be burnt up, Ev.Matt.13.6; become heated, suffer from heat, Plu.2.100b, 691f, Arr.Epict.1.6.26, Sor.1.108, M.Ant.7.64.
German (Pape)
[Seite 1408] durch Hitze ausdörren, auszehren, pass. durch Hitze umkommen, N. T.; an Fieberhitze leiden, καὶ πυρέττειν Plut. Symp. 4, 6, 2.
Greek (Liddell-Scott)
καυμᾰτίζω: μέλλ. -ίσω, κατακαίω, καταξηραίνω, Ἀποκάλ ΙϚ΄, 8.-Παθ., κατακαίομαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 6. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. aestuare, διατελῶ ἐν πυρετῷ, πυρέσσω, Θεοφρ. Χαρ. 13, Πλούτ. 2. 100D, 691E.
French (Bailly abrégé)
brûler, consumer par la chaleur ; Pass. avoir une fièvre ardente.
Étymologie: καῦμα.
English (Strong)
English (Thayer)
1st aorist infinitive καυματίσαι; 1st aorist passive ἐκαυματίσθην; (καῦμα); to burn with heat, to scorch: τινα, with ἐν πυρί added, καῦμα μέγα (see ἀγαπάω under the end for examples and references), to be tortured with intense heat, Antoninus 7,64; Epictetus diss. 1,6, 26; 3,22, 52; of the heat of fever, Plutarch, mor., p. 100d. (de cert. et vit. 1), 691e. (quaest. conviv. 6:2,6).)
Greek Monolingual
καυματίζω (ΑΜ) καύμα
παθ. καυματίζομαι
υποφέρω από πυρετό
αρχ.
1. κατακαίω, καταξεραίνω με κάψιμο
2. παθ. υποφέρω από τον καύσωνα.
Greek Monotonic
καυμᾰτίζω: μέλ. -ίσω, καψαλίζω ή κατακαίω, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., καψαλίζομαι, στο ίδ.