κερματιστής: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
(20)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κερματιστής]]) [[κερματίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που διαμελίζει, που κόβει [[κάτι]] σε κομμάτια, που κατακόβει σε τεμάχια<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αλλάζει νομίσματα, [[αργυραμοιβός]], [[σαράφης]].
|mltxt=ο (Α [[κερματιστής]]) [[κερματίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που διαμελίζει, που κόβει [[κάτι]] σε κομμάτια, που κατακόβει σε τεμάχια<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αλλάζει νομίσματα, [[αργυραμοιβός]], [[σαράφης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κερματιστής:''' -οῦ, ὁ ([[κερματίζω]]), [[αργυραμοιβός]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερμᾰτιστής Medium diacritics: κερματιστής Low diacritics: κερματιστής Capitals: ΚΕΡΜΑΤΙΣΤΗΣ
Transliteration A: kermatistḗs Transliteration B: kermatistēs Transliteration C: kermatistis Beta Code: kermatisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A money-changer, Ev.Jo.2.14.

German (Pape)

[Seite 1425] ὁ, Geldwechsler, Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

κερματιστής: -οῦ, ὁ, ἀργυραμοιβός, Εὐαγγ. κ. Ἰω. β΄, 14· πρβλ. κολλυβιστής.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
changeur de monnaie.
Étymologie: κερματίζω.

English (Strong)

from a derivative of κέρμα; a handler of coins, i.e. money-broker: changer of money.

English (Thayer)

κερματιστου ὁ (κερματίζω) (to cut into 'small pieces, to make small change)), a money-changer; money-broker: ἱερόν, and Edersheim, Jesus the Messiah, i. 244 f)) in the temple at Jerusalem were the seats of those who sold such animals for sacrifice as had been selected, examined, and approved, together with incense, oil, and other things needed in making offerings and in worship; and the magnitude of this traffic had introduced the banker's or broker's business; (cf. BB. DD. under the word <TOPIC:Money-changers>; especially Edersheim as above, p. 367ff). (Nicet. annal. 7,2, p. 266, Bekker edition; Max. Tyr. diss. 2, p. 15, Markland edition.)

Greek Monolingual

ο (Α κερματιστής) κερματίζω
νεοελλ.
αυτός που διαμελίζει, που κόβει κάτι σε κομμάτια, που κατακόβει σε τεμάχια
αρχ.
αυτός που αλλάζει νομίσματα, αργυραμοιβός, σαράφης.

Greek Monotonic

κερματιστής: -οῦ, ὁ (κερματίζω), αργυραμοιβός, σε Καινή Διαθήκη