κηροδομώ: Difference between revisions

From LSJ

οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered

Source
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κηροδομῶ, -έω (Α)<br />(για τις μέλισσες) [[οικοδομώ]] με [[κερί]], [[κατασκευάζω]] κηρήθρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δομῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δομώ]] <span style="color: red;"><</span> [[δόμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[λιθο]]-[[δομώ]], <i>οικο</i>-[[δομώ]]].
|mltxt=κηροδομῶ, -έω (Α)<br />(για τις μέλισσες) [[οικοδομώ]] με [[κερί]], [[κατασκευάζω]] κηρήθρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δομῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δομώ]] <span style="color: red;"><</span> [[δόμος]]), [[πρβλ]]. [[λιθο]]-[[δομώ]], <i>οικο</i>-[[δομώ]]].
}}
}}

Revision as of 13:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

κηροδομῶ, -έω (Α)
(για τις μέλισσες) οικοδομώ με κερί, κατασκευάζω κηρήθρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -δομῶ (< δομώ < δόμος), πρβλ. λιθο-δομώ, οικο-δομώ].