κισηροειδής: Difference between revisions
From LSJ
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
(20) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κισηροειδής]], -ές (AM)<br />αυτός που μοιάζει με [[κίσηρη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κισηροειδῶς</i> (Α)<br />όπως η [[κίσηρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίσηρις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])]. | |mltxt=[[κισηροειδής]], -ές (AM)<br />αυτός που μοιάζει με [[κίσηρη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κισηροειδῶς</i> (Α)<br />όπως η [[κίσηρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίσηρις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῐσηροειδής:''' и [[κισσηροειδής]], Diod., Plut. κῐσηρώδης 2 похожий на пемзу Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A like pumice-stone, Diog.Apoll.in Placit.2.13.5, Thphr.HP3.7.5.
Greek (Liddell-Scott)
κισηροειδής: -ές, ἢ -ώδης, ες, ὅμοιος πρὸς κίσηριν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστορ. 3. 7, 5. Ἐπίρρ. -δῶς, Διογ. Ἀπολλ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 508.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
mieux que κισσηροειδής;
qui ressemble à la pierre ponce.
Étymologie: κίσηρις, εἶδος.
Greek Monolingual
κισηροειδής, -ές (AM)
αυτός που μοιάζει με κίσηρη.
επίρρ...
κισηροειδῶς (Α)
όπως η κίσηρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίσηρις + -ειδής (< εἶδος)].
Russian (Dvoretsky)
κῐσηροειδής: и κισσηροειδής, Diod., Plut. κῐσηρώδης 2 похожий на пемзу Plut.