κοινοβουλευτικός: Difference between revisions

From LSJ
(21)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κοινοβουλευτικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[κοινοβούλιο]] ή στον κοινοβουλευτισμό («κοινοβουλευτική [[σύνοδος]]»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] πού γίνεται σύμφωνα με τις διαδικασίες του κοινοβουλίου και με τις αρχές του κοινοβουλευτισμού ή βρίσκεται σε [[αντιστοιχία]] με αυτές («κοινοβουλευτική [[γλώσσα]]»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[κοινοβουλευτικός]]<br />το [[μέλος]] του κοινοβουλίου, ο [[βουλευτής]] ή ο γερουσιασατής<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «κοινοβουλευτικό [[σύστημα]]» ή «κοινοβουλευτικό [[καθεστώς]]» — πολιτικό [[σύστημα]] στο οποίο υπάρχει [[διάκριση]] και [[συνεργασία]] τών εξουσιών, της νομοθετικής και της εκτελεστικής, και στο οποίο η [[κυβέρνηση]] [[είναι]] υπεύθυνη [[έναντι]] του κοινοβουλίου το οποίο και της δίνει ψήφο εμπιστοσύνης<br />β) «κοινοβουλευτική [[διαδικασία]]» — η [[διαδικασία]] που τηρείται [[κατά]] τη [[λειτουργία]] του κοινοβουλίου<br />γ) «κοινοβουλευτική [[ομάδα]]» — [[ομάδα]] στην οποία ανήκει το [[σύνολο]] τών βουλευτών ενός [[κόμματος]] και η οποία συγκροτείται για να επιδιώξει την [[εφαρμογή]] της πολιτικής του μέσω του κοινοβουλίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται σε [[διάσκεψη]] και διαβούλευση<br /><b>2.</b> [[συμβουλευτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοινοβουλευτικώς</i><br />με κοινοβουλευτικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> [[βουλευτικός]] (<span style="color: red;"><</span> [[βουλεύομαι]])].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κοινοβουλευτικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[κοινοβούλιο]] ή στον κοινοβουλευτισμό («κοινοβουλευτική [[σύνοδος]]»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] πού γίνεται σύμφωνα με τις διαδικασίες του κοινοβουλίου και με τις αρχές του κοινοβουλευτισμού ή βρίσκεται σε [[αντιστοιχία]] με αυτές («κοινοβουλευτική [[γλώσσα]]»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[κοινοβουλευτικός]]<br />το [[μέλος]] του κοινοβουλίου, ο [[βουλευτής]] ή ο γερουσιασατής<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «κοινοβουλευτικό [[σύστημα]]» ή «κοινοβουλευτικό [[καθεστώς]]» — πολιτικό [[σύστημα]] στο οποίο υπάρχει [[διάκριση]] και [[συνεργασία]] τών εξουσιών, της νομοθετικής και της εκτελεστικής, και στο οποίο η [[κυβέρνηση]] [[είναι]] υπεύθυνη [[έναντι]] του κοινοβουλίου το οποίο και της δίνει ψήφο εμπιστοσύνης<br />β) «κοινοβουλευτική [[διαδικασία]]» — η [[διαδικασία]] που τηρείται [[κατά]] τη [[λειτουργία]] του κοινοβουλίου<br />γ) «κοινοβουλευτική [[ομάδα]]» — [[ομάδα]] στην οποία ανήκει το [[σύνολο]] τών βουλευτών ενός [[κόμματος]] και η οποία συγκροτείται για να επιδιώξει την [[εφαρμογή]] της πολιτικής του μέσω του κοινοβουλίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται σε [[διάσκεψη]] και διαβούλευση<br /><b>2.</b> [[συμβουλευτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοινοβουλευτικώς</i><br />με κοινοβουλευτικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> [[βουλευτικός]] (<span style="color: red;"><</span> [[βουλεύομαι]])].
}}
}}

Revision as of 11:10, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινοβουλευτικός Medium diacritics: κοινοβουλευτικός Low diacritics: κοινοβουλευτικός Capitals: ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: koinobouleutikós Transliteration B: koinobouleutikos Transliteration C: koinovouleftikos Beta Code: koinobouleutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A deliberative, Hippod. ap. Stob.4.1.94.

German (Pape)

[Seite 1468] ή, όν, zur gemeinschaftlichen Berathschlagung gehörig, Hippodam. Stob. Floril. 43, 93.

Greek (Liddell-Scott)

κοινοβουλευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κοινὴν σύσκεψιν, εἰς κοινοβούλιον, Ἱππόδ. παρὰ Στοβ. 248. 39.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κοινοβουλευτικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κοινοβούλιο ή στον κοινοβουλευτισμό («κοινοβουλευτική σύνοδος»)
2. εκείνος πού γίνεται σύμφωνα με τις διαδικασίες του κοινοβουλίου και με τις αρχές του κοινοβουλευτισμού ή βρίσκεται σε αντιστοιχία με αυτές («κοινοβουλευτική γλώσσα»)
3. το αρσ. ως ουσ. ο κοινοβουλευτικός
το μέλος του κοινοβουλίου, ο βουλευτής ή ο γερουσιασατής
4. φρ. α) «κοινοβουλευτικό σύστημα» ή «κοινοβουλευτικό καθεστώς» — πολιτικό σύστημα στο οποίο υπάρχει διάκριση και συνεργασία τών εξουσιών, της νομοθετικής και της εκτελεστικής, και στο οποίο η κυβέρνηση είναι υπεύθυνη έναντι του κοινοβουλίου το οποίο και της δίνει ψήφο εμπιστοσύνης
β) «κοινοβουλευτική διαδικασία» — η διαδικασία που τηρείται κατά τη λειτουργία του κοινοβουλίου
γ) «κοινοβουλευτική ομάδα» — ομάδα στην οποία ανήκει το σύνολο τών βουλευτών ενός κόμματος και η οποία συγκροτείται για να επιδιώξει την εφαρμογή της πολιτικής του μέσω του κοινοβουλίου
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται σε διάσκεψη και διαβούλευση
2. συμβουλευτικός.
επίρρ...
κοινοβουλευτικώς
με κοινοβουλευτικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + βουλευτικός (< βουλεύομαι)].