κόκκινος: Difference between revisions
Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
(21) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[κόκκινος]], -ίνη, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] της παπαρούνας, [[ερυθρός]], [[πορφυρός]], [[κοκκινοβαμμένος]] (α. «σπρώχνει στη [[θήκη]] κόκκινο το [[γιαταγάνι]] ο [[κλέφτης]]», Βαλαωρ.<br />β. «καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ [[χλαμύδα]] κοκκίνην», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κόκκινα</i><br />φορέματα με ερυθρό [[χρώμα]] («ἐν κοκκίνοις περιπατεῑν», Αρρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[χρώμα]] προσώπου κοκκινωπό («[[γιατί]] είσαι [[κόκκινος]];»)<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στον κομμουνισμό, [[κομμουνιστικός]], [[σοβιετικός]] («[[κόκκινος]] [[στρατός]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κόκκινο</i><br />το ερυθρό [[χρώμα]] («μού αρέσει το κόκκινο»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόκκος]], λόγω της χρησιμοποιήσεως [[κόκκων]] ως βαφικής ουσίας. Βλ. και [[ερυθρός]]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[κόκκινος]], -ίνη, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] της παπαρούνας, [[ερυθρός]], [[πορφυρός]], [[κοκκινοβαμμένος]] (α. «σπρώχνει στη [[θήκη]] κόκκινο το [[γιαταγάνι]] ο [[κλέφτης]]», Βαλαωρ.<br />β. «καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ [[χλαμύδα]] κοκκίνην», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κόκκινα</i><br />φορέματα με ερυθρό [[χρώμα]] («ἐν κοκκίνοις περιπατεῑν», Αρρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[χρώμα]] προσώπου κοκκινωπό («[[γιατί]] είσαι [[κόκκινος]];»)<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στον κομμουνισμό, [[κομμουνιστικός]], [[σοβιετικός]] («[[κόκκινος]] [[στρατός]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κόκκινο</i><br />το ερυθρό [[χρώμα]] («μού αρέσει το κόκκινο»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόκκος]], λόγω της χρησιμοποιήσεως [[κόκκων]] ως βαφικής ουσίας. Βλ. και [[ερυθρός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κόκκῐνος:''' -η, -ον, [[άλικος]], [[κατακόκκινος]], Λατ. [[coccineus]], σε Πλούτ., Κ.Δ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
η, ον,
A scarlet, Herod.6.19, Ep.Hebr.9.19, PHamb.10.24 (ii A.D.), Plu.Fab.15; κ. γενόμενος blushing, Com.Adesp.19.3 D. II Subst. κόκκινα, τά, scarlet clothes, ἐν κ. περιπατεῖν, κ. φορεῖν, Arr.Epict. 3.22.10, 4.11.34; -ων βαφαί PHolm.21.41: sg., LXX Ex.25.4.
German (Pape)
[Seite 1471] scharlachroth; Ar. Vesp. 1067; Plut. Fab. 15 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
κόκκῐνος: -η, -ον, ὡς καὶ νῦν, Λατ. coccineus, Πλουτ. Φάβ. 15, Καιν. Διαθ.· ― κόκκινα, κόκκινα ἐνδύματα, ἐν κ. περιπατεῖν, κ. φέρειν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22. 10., 4. 11. 34. ― Περὶ τοῦ Στράβ. 824, ἐν λέξ. κοῦκι.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
d’un rouge écarlate.
Étymologie: κόκκος.
Par. φοῖνιξ¹, ὕσγινον.
Spanish
English (Strong)
from κόκκος (from the kernel-shape of the insect); crimson-colored: scarlet (colour, coloured).
English (Thayer)
κοκκινη, κόκκινον (from κόκκος a kernel, the grain or berry of the ilex coccifera; these berries are the clusters of eggs of a female insect, the kermes (cf. English carmine, crimson)), and when collected and pulverized produce a red which was used in dyeing, Pliny, h. n. 9,41, 65; 16,8, 12; 24,4), crimson, scarlet-colored: scarlet cloth or clothing: Plutarch, Fab. 15; φόρειν κόκκινα, scarlet robes, Epictetus diss. 4,11, 34; ἐν κοκκινοις περιπατεῖν, 3,22, 10). Cf. Winer s RWB under the word Carmesin; Roskoff in Schenkel i., p. 501 f; Kamphausen in Riehm, p. 220; (B. D. under the word Colors, II:3).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κόκκινος, -ίνη, -ον)
1. αυτός που έχει το χρώμα της παπαρούνας, ερυθρός, πορφυρός, κοκκινοβαμμένος (α. «σπρώχνει στη θήκη κόκκινο το γιαταγάνι ο κλέφτης», Βαλαωρ.
β. «καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα κοκκίνην», ΚΔ)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κόκκινα
φορέματα με ερυθρό χρώμα («ἐν κοκκίνοις περιπατεῑν», Αρρ.)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει χρώμα προσώπου κοκκινωπό («γιατί είσαι κόκκινος;»)
2. αυτός που αναφέρεται στον κομμουνισμό, κομμουνιστικός, σοβιετικός («κόκκινος στρατός»)
3. το ουδ. ως ουσ. το κόκκινο
το ερυθρό χρώμα («μού αρέσει το κόκκινο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος, λόγω της χρησιμοποιήσεως κόκκων ως βαφικής ουσίας. Βλ. και ερυθρός].
Greek Monotonic
κόκκῐνος: -η, -ον, άλικος, κατακόκκινος, Λατ. coccineus, σε Πλούτ., Κ.Δ.