κοντοπόδαρος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[κοντοπόδαρος]])<br />αυτός που έχει [[κοντά]] πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πόδαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ποδ</i>-<i>άρι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λαγο</i>-<i>πόδαρος</i>, <i>φτερο</i>-<i>πόδαρος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[κοντοπόδαρος]])<br />αυτός που έχει [[κοντά]] πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πόδαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ποδ</i>-<i>άρι</i>), [[πρβλ]]. <i>λαγο</i>-<i>πόδαρος</i>, <i>φτερο</i>-<i>πόδαρος</i>].
}}
}}

Revision as of 13:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ κοντοπόδαρος)
αυτός που έχει κοντά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + -πόδαρος (< ποδ-άρι), πρβλ. λαγο-πόδαρος, φτερο-πόδαρος].