κορεία: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(21)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κορεία]], ἡ (Α) [[κορέω]] (ΙΙ)]<br /><b>πιθ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> [[καθαρισμός]], [[σάρωμα]], [[σκούπισμα]]<br /><b>2.</b> [[επιμέλεια]], [[φροντίδα]], [[θεραπεία]].———————— <b>(II)</b><br />[[κορεία]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κόρειος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κορεία]], ἡ (Α) [[κορέω]] (ΙΙ)]<br /><b>πιθ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> [[καθαρισμός]], [[σάρωμα]], [[σκούπισμα]]<br /><b>2.</b> [[επιμέλεια]], [[φροντίδα]], [[θεραπεία]].———————— <b>(II)</b><br />[[κορεία]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κόρειος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κορεία:''' ἡ девственность Anth.
}}
}}

Revision as of 23:07, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορεία Medium diacritics: κορεία Low diacritics: κορεία Capitals: ΚΟΡΕΙΑ
Transliteration A: koreía Transliteration B: koreia Transliteration C: koreia Beta Code: korei/a

English (LSJ)

(A), ἡ, (κορέω)

   A brushing: attendance, prob.in Hsch.
κορ-εία (B), ἡ, (κορεύομαι)

   A maidenhood, D.Chr.7.142, AP5.216 (Paul. Sil.), 293.19 (Agath.).

Greek (Liddell-Scott)

κορεία: ἡ, (κορέω) τὸ σαίνειν, καθαίρειν, θεραπεία, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

2ας (ἡ) :
la virginité.
Étymologie: κόρη.

Greek Monolingual

(I)
κορεία, ἡ (Α) κορέω (ΙΙ)]
πιθ. (κατά τον Ησύχ.)
1. καθαρισμός, σάρωμα, σκούπισμα
2. επιμέλεια, φροντίδα, θεραπεία.———————— (II)
κορεία, ἡ (Α)
βλ. κόρειος.

Russian (Dvoretsky)

κορεία: ἡ девственность Anth.