κρυσταλλίζω: Difference between revisions
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
(22) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[κρυσταλλίζω]]) [[κρύσταλλος]]<br />[[είμαι]] [[καθαρός]] και [[διαφανής]] σαν [[κρύσταλλο]] ή όμοιος με [[κρύσταλλο]]. | |mltxt=(Α [[κρυσταλλίζω]]) [[κρύσταλλος]]<br />[[είμαι]] [[καθαρός]] και [[διαφανής]] σαν [[κρύσταλλο]] ή όμοιος με [[κρύσταλλο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κρυσταλλίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, είμαι κρυστάλλινα [[καθαρός]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A to be clear as crystal, Apoc.21.11.
German (Pape)
[Seite 1516] hell, durchsichtig wie Krystall sein, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
κρυσταλλίζω: εἶμαι καθαρὸς ὡς κρύσταλλος ἢ ὅμοιος κρυστάλλῳ, Ἀποκ. 21. 11.
French (Bailly abrégé)
être brillant ou transparent comme le cristal.
Étymologie: κρύσταλλος.
English (Strong)
from κρύσταλλος; to make (i.e. intransitively, resemble) ice ("crystallize"): be clear as crystal.
English (Thayer)
(κρύσταλλος, which see); to be of crystalline brightness and transparency; to shine like crystal: Revelation 21:11. (Not found elsewhere.)
Greek Monolingual
(Α κρυσταλλίζω) κρύσταλλος
είμαι καθαρός και διαφανής σαν κρύσταλλο ή όμοιος με κρύσταλλο.
Greek Monotonic
κρυσταλλίζω: μέλ. -σω, είμαι κρυστάλλινα καθαρός, σε Καινή Διαθήκη