κυανάμπυξ: Difference between revisions
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(22) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυανάμπυξ]], -υκος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει κυανό [[διάδημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄμπυξ]] «[[διάδημα]]»]. | |mltxt=[[κυανάμπυξ]], -υκος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει κυανό [[διάδημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄμπυξ]] «[[διάδημα]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κυᾰνάμπυξ:''' -ῠκος, ὁ, ἡ, αυτός με την μελανόχρωμη [[άκρη]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ῠκος, ὁ, ἡ,
A with dark ἄμπυξ, Θήβα Id.Fr.29.3; Δᾶλος Theoc.17.67; μίτρη Nonn.D.6.114.
German (Pape)
[Seite 1521] υκος, mit dunkelm Umkreise; Θήβα, Pind. frg. 5; Δῆλος, Theocr. 17, 67; μίτρα, Nonn. D. 6, 114.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰνάμπυξ: -ῠκος, ὁ, ἡ, ἔχων κυανόχρουν ἄμπυκα, Θήβη Πινδ. Ἀποσπ. 5. 3˙ Δῆλος Θεόκρ. 17. 67˙ μίτρα Νόνν. Δ. 6. 114.
French (Bailly abrégé)
υκος (ὁ, ἡ)
à la circonférence d’un bleu sombre.
Étymologie: κύανος, ἄμπυξ.
English (Slater)
κῠᾰνάμπυξ
1 with dark-blue headband τὰν κυανάμπυκα Θήβαν fr. 29. 3.
Greek Monolingual
κυανάμπυξ, -υκος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει κυανό διάδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ἄμπυξ «διάδημα»].
Greek Monotonic
κυᾰνάμπυξ: -ῠκος, ὁ, ἡ, αυτός με την μελανόχρωμη άκρη, σε Θεόκρ.