κύνδαλος: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(22) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κίνδαλος]], ο (Α [[κύνδαλος]], πληθ. και τὰ κύνδαλα)<br /><b>1.</b> [[ξύλινος]] ή [[σιδερένιος]] [[πάσσαλος]], [[παλούκι]], με το οποίο φράζεται μια [[τρύπα]] ή συνδέονται δύο τμήματα ενός συνόλου<br /><b>2.</b> [[σφήνα]], [[έμβολο]], [[γόμφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.]. | |mltxt=και [[κίνδαλος]], ο (Α [[κύνδαλος]], πληθ. και τὰ κύνδαλα)<br /><b>1.</b> [[ξύλινος]] ή [[σιδερένιος]] [[πάσσαλος]], [[παλούκι]], με το οποίο φράζεται μια [[τρύπα]] ή συνδέονται δύο τμήματα ενός συνόλου<br /><b>2.</b> [[σφήνα]], [[έμβολο]], [[γόμφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m., pl.<br />Meaning: also <b class="b3">-α</b> <b class="b2">wooden nail</b> (Poll., H.).<br />Compounds: <b class="b3">κυνδαλο-παίκτης</b> (Poll.), <b class="b3">-παίστης</b> (H.) <b class="b3">κ</b>.-player'.<br />Derivatives: <b class="b3">κυνδαλισμός</b> <b class="b2">the κ. -play</b> (Poll.), also called <b class="b3">κυνδάλη</b> (H.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Formation as the synonymous <b class="b3">πάσσαλος</b>, further unknown. A most improbable suggestion of Bugge's (to OHG <b class="b2">(h)was</b> [[sharp]]) mentioned in Bq; other combinations of the same kind in W.-Hofmann s. [[triquetrus]]. The word has the typical appearance of a Pre-Greek word. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 3 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A wooden peg, Poll.10.188: pl. κύνδαλα Id.9.120.
German (Pape)
[Seite 1531] ὁ, Pflock, hölzerner Nagel, = πάτταλος, Poll. 10, 188.
Greek (Liddell-Scott)
κύνδᾰλος: ὁ, ξύλινος ἧλος, Πολυδ. Ι΄, 188· κύνδαλα, ὁ αὐτ. Θ΄, 120.
Greek Monolingual
και κίνδαλος, ο (Α κύνδαλος, πληθ. και τὰ κύνδαλα)
1. ξύλινος ή σιδερένιος πάσσαλος, παλούκι, με το οποίο φράζεται μια τρύπα ή συνδέονται δύο τμήματα ενός συνόλου
2. σφήνα, έμβολο, γόμφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m., pl.
Meaning: also -α wooden nail (Poll., H.).
Compounds: κυνδαλο-παίκτης (Poll.), -παίστης (H.) κ.-player'.
Derivatives: κυνδαλισμός the κ. -play (Poll.), also called κυνδάλη (H.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation as the synonymous πάσσαλος, further unknown. A most improbable suggestion of Bugge's (to OHG (h)was sharp) mentioned in Bq; other combinations of the same kind in W.-Hofmann s. triquetrus. The word has the typical appearance of a Pre-Greek word.