κυανόχρους: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(22)
 
(1ba)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν (Α [[κυανόχρους]], -ουν και -οος, -οον και [[κυανόχρως]], -ων)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γαλάζιος]], [[θαλασσής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει σκούρο [[μπλε]] [[χρώμα]] (α. «κυανόχροα λίμνης ἑρπετά», Οππ.<br />β. «καὶ κυανόχρων τὸ τῆς θαλάττης [[ἔδαφος]]», Αλκίδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυανός]] <span style="color: red;">+</span> <i>χροῦς</i> «[[χρώμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σιτό</i>-<i>χρους</i>, <i>υαλό</i>-<i>χρους</i>). Ο τ. [[κυανόχρως]] <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[χρώς]] «[[επιδερμίδα]], [[χροιά]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κηρό</i>-<i>χρως</i>, <i>ροδό</i>-<i>χρως</i>)].
|mltxt=-ουν (Α [[κυανόχρους]], -ουν και -οος, -οον και [[κυανόχρως]], -ων)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γαλάζιος]], [[θαλασσής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει σκούρο [[μπλε]] [[χρώμα]] (α. «κυανόχροα λίμνης ἑρπετά», Οππ.<br />β. «καὶ κυανόχρων τὸ τῆς θαλάττης [[ἔδαφος]]», Αλκίδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κυανός]] <span style="color: red;">+</span> <i>χροῦς</i> «[[χρώμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σιτό</i>-<i>χρους</i>, <i>υαλό</i>-<i>χρους</i>). Ο τ. [[κυανόχρως]] <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[χρώς]] «[[επιδερμίδα]], [[χροιά]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κηρό</i>-<i>χρως</i>, <i>ροδό</i>-<i>χρως</i>)].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κυᾰνό-χρους, ουν [[χρόα]]<br />[[dark]]-coloured, [[dark]]-looking, Eur.; so κυανό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ, Eur.
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 January 2019

Greek Monolingual

-ουν (Α κυανόχρους, -ουν και -οος, -οον και κυανόχρως, -ων)
νεοελλ.
γαλάζιος, θαλασσής
αρχ.
αυτός που έχει σκούρο μπλε χρώμα (α. «κυανόχροα λίμνης ἑρπετά», Οππ.
β. «καὶ κυανόχρων τὸ τῆς θαλάττης ἔδαφος», Αλκίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + χροῦς «χρώμα» (πρβλ. σιτό-χρους, υαλό-χρους). Ο τ. κυανόχρως < κύανος + χρώς «επιδερμίδα, χροιά» (πρβλ. κηρό-χρως, ροδό-χρως)].

Middle Liddell

κυᾰνό-χρους, ουν χρόα
dark-coloured, dark-looking, Eur.; so κυανό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ, Eur.