κώπη: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(22)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[κώπη]])<br />το [[κουπί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λαβή]] εργαλείου ή άλλου αντικειμένου, [[χερούλι]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «παραπέμπειν ἐφ' [[ἔνδεκα]] κώπαις» — [[συνοδεύω]] με όλες τις τιμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με το [[κάπτω]] και με λατ. <i>capulus</i> «[[κουπί]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κωπεών]], [[κωπητήρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κώπαιον]], [[κωπέτας]], [[κωπεύς]], [[κωπεύω]], [[κωπήεις]], [[κωπίον]], [[κωπώ]], [[κωπώ]] (-<i>έω</i> και -<i>άω</i> / -<i>ω</i>)<br /><b>μσν.</b><br />[[κωπάριον]] <b>νεοελλ.</b> [[κωπαίος]], [[κωπία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κωπηλάτης]], [[κωπήλατος]], [[κωπήρης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κωποδέτης]], [[κωποξύστης]]].
|mltxt=η (AM [[κώπη]])<br />το [[κουπί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λαβή]] εργαλείου ή άλλου αντικειμένου, [[χερούλι]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «παραπέμπειν ἐφ' [[ἔνδεκα]] κώπαις» — [[συνοδεύω]] με όλες τις τιμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με το [[κάπτω]] και με λατ. <i>capulus</i> «[[κουπί]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κωπεών]], [[κωπητήρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κώπαιον]], [[κωπέτας]], [[κωπεύς]], [[κωπεύω]], [[κωπήεις]], [[κωπίον]], [[κωπώ]], [[κωπώ]] (-<i>έω</i> και -<i>άω</i> / -<i>ω</i>)<br /><b>μσν.</b><br />[[κωπάριον]] <b>νεοελλ.</b> [[κωπαίος]], [[κωπία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κωπηλάτης]], [[κωπήλατος]], [[κωπήρης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κωποδέτης]], [[κωποξύστης]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κώπη:''' ἡ (από τη √<i>ΚΑΠ</i>, Λατ. cap-io), [[κάθε]] [[λαβή]]·<br /><b class="num">1.</b> [[χερούλι]] κουπιού και γενικά [[κουπί]], σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ., Αττ.· νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ = [[θαλαμίτης]], μεταφ., λέγεται για άνθρωπο χαμηλής τάξης, σε Αισχύλ.· παραπέμπειν ἐφ' [[ἕνδεκα]] κώπαις, [[ρητό]] αμφιβ. προέλευσης που σημαίνει «[[συνοδεύω]] με όλες τις τιμές», σε Αριστοφ.· ποιητ. προς [[δήλωση]] πλοίων, <i>κλεινᾷ σὺν κώπᾳ</i>, λέγεται για την [[αρμάδα]] του Αγαμέμνονα, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[λαβή]] ξίφους, [[λαβή]] εγχειριδίου, Λατ. [[capulus]], σε Όμηρ., Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[λαβή]] κλειδιού, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">4.</b> [[λαβή]] λαμπάδας ή πυρσού, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κώπη Medium diacritics: κώπη Low diacritics: κώπη Capitals: ΚΩΠΗ
Transliteration A: kṓpē Transliteration B: kōpē Transliteration C: kopi Beta Code: kw/ph

English (LSJ)

ἡ,

   A handle (v. fin.); esp.    1 handle of an oar, Hsch.: hence, the oar itself (not in Il.), ἐμβαλέειν κώπῃς Od.9.489; κώπῃσιν ἁλὸς ῥηγμῖνα . . τύπτετε 12.214, cf. Sapph.120, etc.; οἱ τὰς κ. ξύοντες Thphr. HP5.1.6, cf. κωποξύστης; κώπαν σχάσον, metaph., 'stay thy hand', Pi.P.10.51; νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ, = θαλαμίτης, metaph., of a man of low rank, A.Ag.1618; πομπίμοις κώπαις ἐρέσσων S.Tr.561; παραπέμπειν ἐφ' ἕνδεκα κώπαις, a prov. of dub. origin, meaning 'to escort with all the honours', Ar.Eq.546, cf. Eust.1540.44, Suid. s.v. ἐφ' ἕνδεκα; κώπαισι πλεῖν take to the oars, when the wind fails, Men. 241; κώπαις ποιεῖσθαι τὸν πλοῦν Arist.IA710a19: poet., to express ships, κλεινᾷ σὺν κώπᾳ, of Agamemnon's fleet, E.IT140 (lyr.), cf. Hel.1272, 1452 (lyr.).    2 handle of a sword, hilt, ἐπ' ἀργυρέῃ κώπῃ σχέθε χεῖρα Il.1.219, cf. Od.8.403; ξίφεος δ' ἐπεμαίετο κώπην 11.531; χεῖρα κώπης ἐπιψαύουσαν S.Ph.1255; φάσγανον κώπης λαβών E.Hec. 543.    3 handle of a key, κώπη δ' ἐλέφαντος ἐπῆεν Od.21.7.    4 haft of a torch, E.Cyc.484 (anap.).    5 handle or spoke by which a mill is turned, PSI5.530.10 (iii B.C.), Agatharch.26, PRyl.167.11 (i A.D.), Luc.Asin.42.    6 haft of a whip, Hsch.s.v. Κερκυραία μάστιξ.    7 pl., spars or bars used in building-operations, IG12.313.135. (Cf.Lat. cap-io, Engl.haft, etc.)

German (Pape)

[Seite 1546] ἡ (wahrscheinlich von κάπω, κάπτω, capio), eigtl. ein Griff, Handgriff, Stiel, an dem man ein Werkzeug hält; bes. – a) der Rudergriff, wie man ἐμβαλέειν κώπῃς fassen kann, Od. 9, 489. 10, 129; Pind. P. 4, 201 (vgl. ἐμβάλλω); – das Ruder selbst; Od. 12, 214; πᾶς ἀνὴρ κώπης ἄναξ Aesch. Pers. 370; übertr., νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ, von niederm Stande, Ag. 1601; οὔτε πομπίμοις κώπαις ἐρέσσων Soph. Trach. 558; oft bei Eur. u. Ar.; in Prosa, Thuc. 2, 84 u. 80. Vgl. noch ταῤῥός. – b) der Schwertgriff, das Degengefäß; ἐπ' ἀργυρέῃ κώπῃ σχέθε χεῖρα Il. 1, 219; ξίφεος δ' ἐπεμαίετο κώπην Od. 11, 530, öfter; χεῖρα δεξιὰν ὁρᾷς κώπης ἐπιψαύουσαν Soph. Phil. 1239; φάσγανον κώπης λαβών Eur. Hec. 543; nach B. A. 1096 in dieser Bdtg eigtl. corcyräisch. – c) der Griff am Schlüssel, von Elfenbein Od. 21, 7. – d) allgemeiner; δαλοῦ κώπη Eur. Cycl. 482; – bei der Handmühle die Kurbel, der Griff, mit dem sie gedreht wird, D. Sic. 3, 13; vgl. Schol. Theocr. 4, 58. – Der Griff an der Peitsche, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κώπη: ἡ, πᾶν εἶδος λαβῆς (ἴδε ἐν τέλ.)· ἰδίως, 1) ἡ λαβὴ κώπης, καὶ καθόλου αὐτὴ ἡ κώπη (τὸ «κουπί»), ἐμβαλέειν κώπῃς Ὀδ. Ι. 489., Κ. 129 (οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ.)· κώπῃσιν ἅλα τύπτειν Ὀδ. Μ. 214· ἀκολούθως ἐν Πινδ. Π. 10. 79, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ, = θαλαμίτης, μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου ταπεινῆς κοινωνικῆς τάξεως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1818· πομπίμοις κώπαις ἐρέσσων Σοφ. Τρ. 561· παραπέμπειν ἐφ’ ἕνδεκα κώπαις, παροιμ. ἀμφιβόλου ἀρχῆς σημαίνουσα, συνοδεύω μὲ πάσας τὰς τιμάς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 546, πρβλ. Εὐστ. 1540, Σουΐδ. ἐν λ. ἐφ’ ἕνδεκα, καὶ ἴδε ἐμβάλλω ΙΙ. 3, ἀναφέρω ΙΙ. 1· ἐν κώπαισι πλεῖν, καταφεύγω εἰς τὰς κώπας ὁπότανἄνεμος καταπέσῃ, Μένανδ. ἐν «Θρασυλέοντι» 2, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 10, 6. ― ποιητ. πρὸς δήλωσιν τῶν πλοίων, σὺν κώπᾳ χιλιοναύτᾳ, ἐπὶ τοῦ στόλου τοῦ Ἀγαμέμνονος, Εὐρ. Ι. Τ. 140, πρβλ. Ἠλ. 1272, 1452. 2) ἡ λαβὴ ξίφους, Λατ. manubrium, capulus, ἐπ’ ἀργυρέῃ κώπῃ σχέθε χεῖρα Ἰλ. Α. 219, πρβλ. Ὀδ. Θ. 403· ξίφεος δ’ ἐπεμαίετο κώπην Λ. 531· κώπης ἐπιψαύειν Σοφ. Φ. 1255· φάσγανον κώπης λαβεῖν Εὐρ. Ἑκ. 543. 3) ἡ λαβὴ κλειδός, κώπη δ’ ἐλέφαντος ἐπῆεν Ὀδ. Φ. 7. 4) ἡ λαβὴ λαμπάδος ἢ πυρσοῦ, Εὐρ. Κύκλ. 484. 5) τὸ ξύλον τὸ ἐφηρμοσμένον εἰς τὴν ἄνω «μυλόπετραν», ἣν στρέφει ὁ ἵπποςὄνος προσδενόμενος εἰς τὸ ξύλον, Λουκ. Ὄν. 42· αὐτὸς ὁ μύλος, Διόδ. 3. 13. 6) ἡ λαβὴ μάστιγος Ἡσύχ. (Πρβλ. τὸ Λατ. cap-io, cap-ax, cap-ulus· Γοτθ. haf-jan (αἴρειν)· Ἀγγλο-Σαξον. hœf-t (haft), κτλ.).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. manche de rame, d’où
1 rame;
2 vaisseau ; collect. flotte ; σὺν κώπᾳ dor. χιλιοναύτᾳ EUR avec une flotte de mille marins;
II. garde d’une épée;
III. poignée :
1 poignée d’une clé;
2 manivelle de meule.
Étymologie: R. Καπ, prendre, tenir ; cf. lat. capio, capulus, etc.

English (Autenrieth)

handle of sword or oar, hilt, oar; of a key, Od. 21.7. (See cut No. 68.)

Greek Monolingual

η (AM κώπη)
το κουπί
αρχ.
1. λαβή εργαλείου ή άλλου αντικειμένου, χερούλι
2. παροιμ. «παραπέμπειν ἐφ' ἔνδεκα κώπαις» — συνοδεύω με όλες τις τιμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το κάπτω και με λατ. capulus «κουπί».
ΠΑΡ. κωπεών, κωπητήρ
αρχ.
κώπαιον, κωπέτας, κωπεύς, κωπεύω, κωπήεις, κωπίον, κωπώ, κωπώ (-έω και -άω / -ω)
μσν.
κωπάριον νεοελλ. κωπαίος, κωπία.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κωπηλάτης, κωπήλατος, κωπήρης
αρχ.
κωποδέτης, κωποξύστης].

Greek Monotonic

κώπη: ἡ (από τη √ΚΑΠ, Λατ. cap-io), κάθε λαβή·
1. χερούλι κουπιού και γενικά κουπί, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ., Αττ.· νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ = θαλαμίτης, μεταφ., λέγεται για άνθρωπο χαμηλής τάξης, σε Αισχύλ.· παραπέμπειν ἐφ' ἕνδεκα κώπαις, ρητό αμφιβ. προέλευσης που σημαίνει «συνοδεύω με όλες τις τιμές», σε Αριστοφ.· ποιητ. προς δήλωση πλοίων, κλεινᾷ σὺν κώπᾳ, λέγεται για την αρμάδα του Αγαμέμνονα, σε Ευρ.
2. λαβή ξίφους, λαβή εγχειριδίου, Λατ. capulus, σε Όμηρ., Σοφ.
3. λαβή κλειδιού, σε Ομήρ. Οδ.
4. λαβή λαμπάδας ή πυρσού, σε Ευρ.